πορεία, η, ουσ.
[<αρχ. πορεία], η πορεία. 1. η εξέλιξη μιας κατάστασης, ο τρόπος με
τον οποίο αναπτύσσεται ή παρουσιάζεται σε δεδομένη στιγμή: «κατά την πορεία της
δουλειάς, αντιληφθήκαμε πως έπρεπε ν’ αλλάξουμε τακτική». 2. η εξέλιξη
της ζωής κάποιου και ο τρόπος συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια της εξέλιξης
αυτής: «έχεις πάρει τέτοια πορεία στη ζωή σου, που, αν τη συνεχίσεις, θα
καταστραφείς»·
-
αλλάζω πορεία, α. αλλάζω κατεύθυνση: «έξω απ’ τη Λάρισα αλλάξαμε
πορεία, γιατί η εθνική ήταν μπλοκαρισμένη απ’ τους αγρότες». β. αλλάζω
τακτική για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «επειδή ο τρόπος που ακολουθούσα μέχρι
τώρα στη δουλειά αποδείχτηκε χρονοβόρος, άλλαξα πορεία»·
-
η πορεία των πραγμάτων, οι υποθέσεις, οι δουλειές, οι ασχολίες γενικά
στη ζωή του ανθρώπου: «πώς πάει η πορεία των πραγμάτων στη ζωή σου;»·
-
κανονίζω την πορεία μου, προγραμματίζω τις μελλοντικές ενέργειές μου:
«πες μου, επιτέλους, αν θα με βοηθήσεις ή όχι, γιατί θέλω να κανονίσω την
πορεία μου»·
-
κανόνισε την πορεία σου! συμβουλευτική ή απειλητική έκφραση σε άτομο που
έχει παρεκκλίνει στη ζωή του, με την έννοια πως θα υποστεί τις συνέπειες:
«κανόνισε την πορεία σου, γιατί θα έχεις άσχημο τέλος με τις παλιοπαρέες που
έμπλεξες!»·
-
στην πορεία, κατά τη διάρκεια της εξέλιξης μιας δουλειάς, υπόθεσης ή
κατάστασης: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη δουλειά, αλλά στην πορεία αποδείχτηκε
παλούκι»·
-
του (της) δίνω φύλλο πορείας, βλ. λ. φύλλο·
-
χαράζω δική μου πορεία, ακολουθώ ανεξάρτητο δρόμο για την προσωπική μου
εξέλιξη σε σχέση με κάποιον άλλον ή κάποιους άλλους: «μετά την απόλυσή μου απ’
το στρατό, δεν μπήκα στη δουλειά του πατέρα μου, αλλά θέλησα να χαράξω δική μου
πορεία»·
-
χαράζω πορεία, καταστρώνω μελλοντικά σχέδια για τη ζωή μου: «μόλις
απολύθηκε απ’ το στρατό, χάραξε πορεία να τελειώσει το πανεπιστήμιο, που το
είχε αφήσει στη μέση». (Λαϊκό τραγούδι: για μι’ αγάπη καινούρια θα χαράξω
πορεία, εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία //εσύ μου χάραξες
πορεία, εσύ γλυκιά μου αμαρτία).