πορδή, η, ουσ.
[<αρχ. πορδή], η πορδή. 1. (υποτιμητικά ή υβριστικά και για τα δυο
φύλα) αυτός που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είναι σωστό
εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, να κάνεις παρέα μ’ αυτή την πορδή». 2.
ειρωνική, υποτιμητική ή υβριστική προσφώνηση σε άντρα: «πάρε δρόμο από δω, ρε
πορδή, που θέλεις να ’ρθεις μαζί μας!». 3. ειρωνική ή επιτιμητική
προσφώνηση σε πολύ μικρό στην ηλικία ή πολύ κοντό και αδύναμο άτομο: «φύγε από
δω, ρε πορδή, που ακόμα δεν έβγαλες μουστάκια και θέλεις να μας πεις και τη
γνώμη σου! || πρόσεχε, ρε πορδή, γιατί, έτσι όπως μπερδεύεσαι ανάμεσα στα πόδια
μου, μπορεί να σε πατήσω!». Υποκορ. πορδίτσα και πορδούλα, η. Μεγέθ.
πόρδος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
-
αφήνω μια πορδή, κλάνω: «επειδή έφαγα φασουλάδα, άφηνα κάθε τόσο μια
πορδή». (Τραγούδι: έρχεστε κατά πάνω μου μιλώντας σαν τρελλοί, τ’ αυτιά μου
κλείνω κι αφήνω μια πορδή)·
-
βάζει και την πορδή του δύναμη, δίνει μεγάλη σημασία, μεγιστοποιεί κάτι
πολύ ασήμαντο που έχει κάνει: «αγόρασε ένα αυτοκινητάκι, κι αυτό
μεταχειρισμένο, και το διαδίδει σ’ όλη τη γειτονιά, αλλά έτσι ήταν από μικρό
παιδί, βάζει και την πορδή του δύναμη»·
-
είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. συνηθέστ. τα
’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, λ. χύμα·
-
έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι, μεγιστοποίησε στο έπακρο κάποια μικρή
του επιτυχία: «έβγαλε κι αυτός το λύκειο και κοκορεύεται λες κι έκανε κάτι.
-Έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι»·
-
η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι, ο κακός ο λόγος ακόμη και
αν δε μας θίγει άμεσα, δεν παύει να είναι δυσάρεστος: «τι ι αν δε με αφορούν
αυτές οι ανοησίες που λέει, γιατί η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι»·
-
κάθε γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. συνηθέστ. ο καθένας την
πορδή του μοσχολίβανο την έχει·
-
με πορδές δε βάφονται αβγά ή με πορδές αβγά δε βάφονται ή με
πορδές δε βάφονται τ’ αβγά ή με πορδές τ’ αβγά δε βάφονται, βλ. λ. αβγό·
-
με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή
με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε
γίνονται, βλ. λ. δουλειά·
-
μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, αυτός που είναι πολύ
μικρός σε ηλικία ή πολύ κοντός και αδύναμος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος
ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μια πορδή άνθρωπος και θέλει να με
συμβουλέψει! || ήταν μιας πορδής άνθρωπος κι ήθελε να τα βάλει μ’ έναν γίγαντα!
|| ήταν μια πορδή άνθρωπος και θέλησε να κοντραριστεί στον πλειοδοτικό
διαγωνισμό μ’ έναν βιομήχανο». Συνών. μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας
μπουκιάς άνθρωπος / μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος / μια πιθαμή
άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος / μια σταλιά άνθρωπος ή μιας
σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος / μια φυσηξιά
άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος / μια χαψιά άνθρωπος ή μιας
χαψιάς άνθρωπος·
-
μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, βλ. λ. γάιδαρος·
-
μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, βλ. λ. κώλος·
-
ξεπετιέται σαν πορδή (στη μέση) ή ξεπετιέται σαν την πορδή (στη
μέση), βλ. φρ. πετιέται σαν πορδή (στη μέση)·
-
ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει, ο καθένας αντιμετωπίζει τα
ελαττώματά του με μεγάλη επιείκεια, και ακόμη μπορεί να τα παρουσιάσει και σαν
προτερήματα: «μην περιμένεις να παραδεχτεί τα ελαττώματά του, γιατί ο καθένας
την πορδή του μοσχολίβανο την έχει»·
-
ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, βλ. λ. κώλος·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές
του, βλ. λ. γάιδαρος·
-
πετιέται σαν πορδή (στη μέση) ή πετιέται σαν την πορδή (στη
μέση), διακόπτει κάθε τόσο μια συνομιλία, μια κουβέντα για να πει και αυτός
τη γνώμη του: «δε σ’ αφήνει να πεις αυτό που θέλεις, γιατί, κάθε τόσο, πετιέται
σαν πορδή στη μέση και σε διακόπτει».