πονώ κ.
πονάω, ρ. [<αρχ. πονῶ], πονώ. 1. υποφέρω σωματικά ή ψυχικά:
«πονώ, κάθε φορά που σκέφτομαι τον κατήφορο που πήρε αυτό το παιδί». (Λαϊκό
τραγούδι: αλήτη μ’ είπες, μα κι εγώ, χωρίς να σε μισήσω, γελώ, ακόμα κι αν πονώ,
για να μη σε λυπήσω). 2. προκαλώ σε κάποιον ψυχικό πόνο: «με
πόνεσαν πολύ τα λόγια που είπες». 3. έχω έντονο συναισθηματικό δεσμό με
κάποιον ή με κάτι, ενδιαφέρομαι έντονα για κάποιον ή για κάτι, αγαπώ πολύ
κάποιον ή κάτι: «πονάει τόσο πολύ τη Θεσσαλονίκη, που δεν μπορεί να κάνει
στιγμή μακριά απ’ αυτή την πόλη || είναι δικός μου άνθρωπος και τον πονώ || το
πονώ αυτό το σπίτι, γιατί το ’χτισα με τα χεράκια μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε πόνεσε
η καρδιά μου και σε γουστάρει, θέλω τα δυο σου χέρια για μαξιλάρι). 4.
απρόσ. πονάει, αναφορά ή λόγος που προξενεί ψυχική ενόχληση. (Λαϊκό
τραγούδι: άσ’ το να πάει, άσ’ το, άσ’ το πονάει άσ’ το, μη βάζεις
όρους, γι’ αγάπη μιλάμε και στην αγάπη συμφωνίες δε χωράνε). (Ακολουθούν 24
φρ.)·
-
γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, βλ. λ. κώλος·
-
δεν τα πονάω τα λεφτά ή τα λεφτά δεν τα πονάω, βλ. λ. λεφτά·
-
εκεί που πονάει ή εκεί που τον πονάει, βλ. λ. εκεί·
-
με χτυπάει εκεί που πονώ, βλ. λ. χτυπώ·
-
ο κώλος σου πονάει; βλ. λ. κώλος·
-
όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις, πονάει, βλ. λ. δάχτυλο·
-
όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
-
όποιος πονάει, γαϊδουρινά φωνάζει, βλ. λ. γαϊδουρινά·
-
πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
-
πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
-
πονάει το δοντάκι μου, βλ. λ. δοντάκι·
-
πονάει το δόντι μου, βλ. λ. δόντι·
-
πονάει το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
-
πονάω παντού, βλ. λ. παντού·
-
πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
-
πού σε πονεί και πού σε κόφτει! βλ. συνηθέστ. πού σε πονεί και πού σε
σφάζει(!)·
-
πού σε πονεί και πού σε σφάζει! απειλή για άγριο ξυλοδαρμό ή ο άγριος
ξυλοδαρμός: «τον έπιασε στα χέρια του κι όπως ήταν νευριασμένος, πού σε πονεί
και πού σε σφάζει! || αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σ’ αρχίσω πού σε πονεί και
πού σε σφάζει!»·
-
σε πονάει; (ειρωνικά για ενέργεια ή κατάσταση) σε πειράζει; σε
ενοχλεί(;): «σε πονάει που ο άλλος πέρασε στο πανεπιστήμιο κι εσύ όχι; || σε
πονάει που ο άλλος μορφώθηκε στη ζωή του κι εσύ έμεινες κούτσουρο;». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί και άλλοτε η φρ. κλείνει με το τώρα·
- τον πονά η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
-
τον πονά η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- του φιδιού το δάγκαμα ύστερα πονεί, βλ. λ. φίδι·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·