ποντικός, ο, θηλ. ποντικίνα, η, ουσ. [<αρχ. ποντικός
(μύς)], ο ποντικός. 1. ο κλέφτης σπιτιών, ο διαρρήκτης, ο μπουκαδόρος:
«κάθε καλοκαίρι που λείπει ο κόσμος στις διακοπές, οργιάζουν οι ποντικοί μέσα
στις πόλεις». 2. (ειδικά) κλέφτης που κυκλοφορεί μέσα στα ξενοδοχεία:
«τα καλοκαίρια κυκλοφορούν πολλοί ποντικοί στα ξενοδοχεία, που ξαφρίζουν τους
ανύποπτους πελάτες»· βλ. και λ. ποντίκι·
-
γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, βλ. λ. γάτα·
-
είναι σαν λαδωμένος ποντικός, έχει βάλει πολύ μπριγιαντίνη στα μαλλιά
του ή τα μαλλιά του είναι λιγδωμένα από την απλυσιά: «βάζει τόσο μπριγιαντίνη
στα μαλλιά του, που είναι σαν λαδωμένος ποντικός || είναι σαν λαδωμένος
ποντικός, γιατί λούζεται μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα»·
-
έπεσε σαν ποντικός στη φάκα ή έπεσε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ.
φρ. πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα·
- μη στάξει η ουρά του ποντικού, βλ. λ. ουρά·
-
να χάψουμ’ έναν ποντικόν! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας, με
την οποία διακόπτουμε τη διήγηση που κάναμε σε κάποιον που, με το λοιπόν που
μας απηύθυνε, έδειξε το έντονο ενδιαφέρον του σε αυτά που του λέγαμε και μας
προέτρεψε, μας παρακίνησε να συνεχίσουμε να του διηγούμαστε·
-
ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, ο καθένας νιώθει καλά, άνετα στο
οικείο περιβάλλον του: «όπου και να πάει δε νιώθει άνετα, γιατί ο ποντικός
περνά καλά στην τρύπα του»·
-
ο ποντικός στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί, λέγεται ειρωνικά
για άτομα που αναλαμβάνουν δουλειές ή υποθέσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους
ή τις δυνατότητές τους·
-
όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ. γάτος·
-
πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα ή πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα, α.
έπεσε εύκολα θύμα απάτης είτε λόγω απροσεξίας είτε λόγω κάποιας αδυναμίας
του. Από την εικόνα του ποντικού που ξεγελιέται ή δελεάζεται από το τυρί ή άλλο
φαγώσιμο που τοποθετεί κάποιος στη φάκα και παγιδεύεται, όταν πάει να το φάει. β.
παγιδεύτηκε και συνελήφθη: «οι αστυνομικοί τον περικύκλωσαν απ’ όλες τις μεριές
κι έτσι ο κλέφτης πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα». γ. πιάστηκε επ’
αυτοφώρω: «πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα, την ώρα που έβαζε χέρι στο ταμείο».
Από την εικόνα του ποντικού που παγιδεύεται, την ώρα που πάει να φάει το τυρί ή
το φαγώσιμο που υπάρχει στη φάκα·
-
σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί! ή σκασίλα μας μικρή και δέκα
ποντικοί! βλ. λ. σκασίλα.