ποντιακός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<Πόντιος + κατάλ.
-ακός], ποντιακός· το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ποντιακά, η γλώσσα που
μιλούν οι Ποντίων: «τα ποντιακά είναι μια ξεχωριστή ελληνική διάλεκτος»·
- την έχει ποντιακιά (ενν. την πούτσα, την ψωλή), έχει πολύ μεγάλο πέος: «δύσκολα
πηγαίνει γυναίκα μαζί του, γιατί την έχει ποντιακιά». Από το ότι επικρατεί η
εντύπωση πως οι Πόντιοι συνήθως έχουν πολύ μεγάλο πέος. Ακούγεται μόνο στο
θηλυκό. Συνών. την έχει αράπικια /την έχει γαϊδουρινή.