πονηρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πονηρός], πονηρός. 1. που
είναι δόλιος, πανούργος: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι πολύ
πονηρός, κι αν σε μπλέξει, δε θα μπορείς να ξεμπλέξεις με τίποτα». 2.
που είναι έξυπνος, εύστροφος, ευφυής: «είναι πονηρός άνθρωπος και δεν μπορείς
να τον ξεγελάσεις εύκολα». (Λαϊκό τραγούδι: ο Γιώργος είναι πονηρός κι
αυτά που λέει μην τα τρως). 3. που σχετίζεται με τα ερωτικά, τα
σεξουαλικά ή που έχει άσεμνο περιεχόμενο: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα,
κάνω πονηρές σκέψεις || αυτός ξέρει πολλά πονηρά ανέκδοτα». 4. το ουδ.
ως ουσ. το πονηρό, το κακό, το ανήθικο: «αν ξανακάνεις τίποτα πονηρό, θα
σε διώξουν απ’ την παρέα τους». 5α. το σεξ: «το μυαλό του είναι συνέχεια
στο πονηρό». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το μωρό στ’ όνειρό του χάδια μου ζητά
στον ύπνο το γλυκό του· κάνει πως λαγοκοιμάται και τα πονηρά θυμάται·
άιντε, μη μου το ξυπνάτε).β. είδος λαϊκού γλυκίσματος. γ.
στον πλ. τα πονηρά, λόγια ή ενέργειες που λέγονται ή γίνονται για να
εξαπατήσουμε κάποιον, οι εξυπνάδες: «άσε τα πονηρά, γιατί σε πήραμε χαμπάρι».
(Λαϊκό τραγούδι: ξανά το παραμύθι σου το ρίχνεις αποσπόντα· παράτησε τα
πονηρά, ρε μάγκα, Παμεινώντα).Επίρρ. πονηρά. Υποκορ.
πονηρούλικος, -η κ. -ια, -ο και πονηρούτσικος, -η κ. -ια,
-ο. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
εκ του πονηρού, με πονηρή πρόθεση: «του ’κανε το φίλο εκ του πονηρού για
να του φάει τα λεφτά του»·
-
είναι πονηρή αλεπού, βλ. λ. αλεπού·
-
έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι
εσένα πονηρό η μάνα σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως
επιδιώκει να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «αν μου
δώσεις σήμερα πεντακόσια χιλιάρικα, θα σου τα επιστρέψω αύριο διπλάσια:. -Έχει
κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου;»·
-
έχω πονηρό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
-
η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
-
η πονηρή αλεπού απ’ τα τέσσερα πιάνεται, βλ. λ. αλεπού·
-
κουφό του πονηρού τ’ αφτί, ο έξυπνος άνθρωπος δεν ακούει αυτά που δεν
τον συμφέρουν αλλά ακούει μόνο αυτά που τον συμφέρουν: «παρ’ όλο το αδιάφορο
βλέμμα του μη νομίζεις πως δεν ακούει, γιατί κουφό του πονηρού τ’ αφτί»·
-
ξηγιέμαι πονηρά, ενεργώ με έξυπνο τρόπο. (Λαϊκό τραγούδι: έμπαινε
Γιώργο, έμπαινε και ίσια το κορμί σου, μη λογαριάζεις τίποτα και πονηρά
ξηγήσου)·
-
ξηγιέμαι στα πονηρά, (στη γλώσσα της αργκό) συμπεριφέρομαι ύπουλα,
μπαμπέσικα: «αν σε τσακώσω να ξηγιέσαι στα πονηρά, θα γίνουμε ένα μάτσο βίδες».
(Λαϊκό τραγούδι: ψιλές παρτίδες μαζί σου είχα, μα εσύ ξηγιόσουν στα
πονηρά. Γι’ αυτό στον κόβω κι εγώ τον βήχα και δεν σε θέλω άλλη φορά)·
-
πονηροί καιροί, βλ. λ. καιρός·
-
πονηρός ο βλάχος! βλ. λ. βλάχος·
-
περπατώ στα πονηρά ή περπατώ στο πονηρό, κινούμε μυστικά με
υπονοούμενο τα ερωτικά, το σεξ: «μόλις δει κάποια όμορφη γυναίκα αμέσως
σκέφτεται το πονηρό». (Λαϊκό τραγούδι: τους όρκους τσαλαπάτησες στο
πονηρό περπάτησες και μ’ άλλονε πλαγιάζεις)·
-
τι λε(ς), ρε πονηρέ! λέγεται ειρωνικά σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως
επιδιώκει να μας ξεγελάσει·
-
της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, βλ. λ. μάτι·
-
το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, βλ. λ. μυαλό·
-
το πονηρό πνεύμα, βλ. λ. πνεύμα.