πομπεύομαι, ρ. [<πομπεύω], ντροπιάζομαι, ρεζιλεύομαι,
εκτίθεμαι από ηθική άποψη: «πώς το ανέχεσαι να πομπεύεσαι απ’ όπου περνάς για
χάρη αυτής της ξετσίπωτης;»·
- όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται, ο γάμος που γίνεται με
μυστικότητα, σίγουρα θα έχει κάτι το επιλήψιμο γι’ αυτό και τον κουτσομπολεύουν
με δυσμενή σχόλια: «έπρεπε να το ξέρει πριν παντρευτεί στα μουλωχτά πως, όποιος
κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται».