πολύτιμος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. πολύτιμος],
πολύτιμος·
-
της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, (για άντρες) της πήρε την παρθενιά, την
ξεπαρθένεψε: «απ’ τη στιγμή που της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, ο αθεόφοβος,
εξαφανίστηκε απ’ τη γειτονιά».
πολύτιμος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. πολύτιμος],
πολύτιμος·
-
της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, (για άντρες) της πήρε την παρθενιά, την
ξεπαρθένεψε: «απ’ τη στιγμή που της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, ο αθεόφοβος,
εξαφανίστηκε απ’ τη γειτονιά».