πολύς, πολλή, πολύ, επίθ. [<αρχ. πολύς]. 1.
που έχει μεγάλη ποσότητα, μέγεθος, έκταση, ένταση, διάρκεια, αξία ή ισχύ. 2.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύς, (και ακολουθεί κύριο όνομα) ο ονομαστός, ο σπουδαίος:
«την πόλη μας θα επισκεφτεί ο πολύς Πύρρος Δήμας». Πολλές φορές, εκφέρεται με
ειρωνεία, με την έννοια του δήθεν ονομαστού, του δήθεν σπουδαίου: «την πόλη μας
επισκέφτηκε και ο πολύς (ακολουθεί κύριο όνομα), που έχει γνώμη επί παντός
επιστητού». 3. το αρσ. στον πλ. οι πολλοί (βλ. λ.). 4.
το ουδ. πολύ κ. πολλά και με επιρρηματική χρήση: «πολύ χαίρομαι,
που σε συνάντησα || πάχυνε, γιατί τρώει πολύ || παρήγγειλε ένα καφέ πολλά βαρύ».
(Λαϊκό τραγούδι: του άντρα του πολλά βαρύ μην του μιλάτε το πρωί).
Επίρρ. πολύ. (Ακολουθούν 227 φρ.)·
-
αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
-
άλλος λίγο, άλλος πολύ, βλ. λ. λίγος·
-
αν ήταν το μουνί βιολί, θα το είχανε πολλοί, βλ. λ. μουνί·
-
αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το
γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
-
άνοιξαν πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
-
άνοιξε πολύ τη βεντάλια, βλ. λ. βεντάλια·
-
απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, βλ. λ. ψηλός·
-
απ’ το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά, βλ. λ. χιλιόμετρο·
-
απλώνω πολύ τον τραχανά, βλ. λ. τραχανάς·
-
αυτό πάει πολύ! βλ. λ. αυτός·
-
άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
-
βγάζει πολλά, (ενν. χρήματα), κερδίζει πολλά χρήματα: «έχει ένα
σαντουιτσάδικο στο κέντρο της πόλης και βγάζει πολλά»·
-
βουλώνω πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
-
γίνεται πολύς θόρυβος, βλ. λ. θόρυβος·
-
γίνεται πολύς λόγος, βλ. λ. λόγος·
-
γίνεται πολύς ντόρος, βλ. λ. ντόρος·
-
δε θέλει και πολύ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
δε θέλει πολύ, βλ. φρ. θέλει πολύ(!)·
-
δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, βλ. λ. λόγος·
-
δε θέλω πολλά πολλά μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές,
ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «ξέρω πως είναι
οξύθυμος άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά πολλά μαζί του»·
-
δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, βλ. λ. κουβέντα·
-
δε λέει (και) πολλά, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που δεν
ανταποκρίνεται στη διαφήμιση που του έγινε ή που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη
οικονομική ή καλλιτεχνική αξία: «μου την παίνευε για όμορφη γυναίκα, αλλά, όταν
τη γνώρισα, διαπίστωσα πως δε λέει και πολλά || έχω ένα αυτοκίνητο που δε λέει
και πολλά, γιατί το πήρα μόνο και μόνο για τις μετακινήσεις μου || έλεγαν πως
είναι καλό έργο, αλλά δε λέει πολλά»·
-
δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
δε σηκώνει πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
δε σηκώνει πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
-
δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
δεν έχουμε πολλά πολλά, βλ. φρ. δεν έχω πολλά πολλά μαζί του·
-
δεν έχουμε πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
-
δεν έχω πολλά πολλά μαζί του, δεν έχω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες
σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «κατά καιρούς έχουμε συναντηθεί
σε διάφορες παρέες, αλλά δεν έχω πολλά πολλά μαζί του»·
-
δεν το ’χει για πολύ ή δεν το ’χει και πολύ ή δεν το ’χει πολύ
ή δεν το ’χει σε πολύ, δεν του είναι καθόλου δύσκολο να κάνει αυτό
που κουβεντιάζουμε, δεν το ’χει για τίποτα: «μην του λέτε να πάει στην Αθήνα με
τα πόδια, γιατί δεν το ’χει πολύ»·
-
δεν τον έχω (και) σε πολλή εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
-
έγινε μεγάλος και πολύς, βλ. λ. μεγάλος·
-
έγινε μέγας και πολύς, βλ. λ. μέγας·
-
έγινε πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
-
έγινε πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
-
έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
-
έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
-
έγινε πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
-
είδαν πολλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
-
είναι και πολύ γαμώ! βλ. λ. γαμώ·
-
είναι και πολύ γεια σου, βλ. λ. γεια·
-
είναι πολλά τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
-
είναι πολλή μούρη, βλ. λ. μούρη·
-
είναι πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια, βλ. λ. μπαρμπέρης·
-
είναι πολύ αφηρημένος, βλ. λ. αφηρημένος·
-
είναι πολύ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
-
είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
-
είναι πολύ μουνί! βλ. λ. μουνί·
-
είναι πολύ μουνί, βλ. λ. μουνί·
-
είναι πολύ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
είναι πολύ όπου, βλ. λ. όπου·
-
είναι πολύ πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
είναι πολύ τραβηγμένο, βλ. λ. τραβηγμένος·
-
είναι πράμα απ’ τη Δράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
είναι στο πολύ αλλού, βλ. λ. αλλού·
-
είχαμε πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
-
εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, βλ. λ. εκείνος·
-
έμαθε πολλά, απόκτησε μεγάλη πείρα: «ήταν βοηθός σ’ έναν πολύ καλό
μηχανικό κι έμαθε πολλά κοντά του»·
-
έμεινες πολύ πίσω! ή πολύ πίσω έμεινες! βλ. λ. πίσω·
-
έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
-
έπαθε πολλά, υπόφερε πολύ, δεινοπάθησε: «χρόνια ολόκληρα στην ξενιτιά
έπαθε πολλά, μέχρι να δημιουργήσει αυτή την περιουσία που έχει»·
-
έπεσαν πολλά κορμιά, βλ. λ. κορμί·
- έπεσε πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
-
έπεσε πολύ χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
-
έπεσε πολύ χρήμα ή έπεσαν πολλά χρήματα, βλ. λ. χρήμα·
-
έπεσε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, βλ. λ. βόμβα·
-
έσκασε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, βλ. λ. βόμβα·
-
έχει πολλά στην καμπούρα του, βλ. λ. καμπούρα·
-
έχει πολλά στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
-
έχει πολλά στο μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
-
έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
-
έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
-
έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
-
έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
-
έχει πολλές γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
-
έχει πολύ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
έχει πολύ φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
-
έχει πολύ ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
-
έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
-
έχω δει πολλά ή είδα πολλά, έχω πολλές και διάφορες εμπειρίες στη
ζωή μου: «εμένα να μ’ ακούς, γιατί είμαι κατά πολύ μεγαλύτερός σου κι έχω δει
πολλά μέχρι τώρα»·
-
έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. λ. καρβέλι·
-
έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, βλ. λ. ψωμί·
-
έχω περί πολλού (κάποιον ή κάτι), δίνω μεγάλη αξία, θεωρώ πολύ σημαντικό
κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, τον έχω περί πολλού || έχω περί
πολλού αυτόν τον πίνακα, γιατί είναι κληρονομιά απ’ τον πατέρα μου»·
-
έχω πολύ αέρα, βλ. λ. αέρας·
-
έχω πολύ δρόμο ακόμα, βλ. λ. δρόμος·
-
έχω πολύ περιωπής (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. περιωπή·
-
η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, βλ. λ. αμαρτία·
-
η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν ή η νίκη έχει πολλούς
πατέρες, η ήττα είναι ορφανή, βλ. λ. πατέρας·
-
η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, βλ. λ. δουλειά·
-
η στάμνα πολλές φορές πάει στη βρύση και μια φορά σπάει, βλ. λ. στάμνα·
-
η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
-
θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, βλ. λ. νερό·
-
θα πάει πολύ μακριά; βλ. λ. μακριά·
-
θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, βλ. λ. καρβέλι·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, βλ. λ. ψωμί·
-
θέλει πολύ! ή πολύ θέλει! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να
συμβεί αυτό που λες, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα: «βγαίνεις το πρωί
μια χαρά απ’ το σπίτι σου για να πας στη δουλειά σου και, μέχρι να φτάσεις στη
στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Πολύ θέλει!». Πολλές φορές, της
φρ. προτάσσεται το εμ ή το γιατί ή το μήπως και η φρ.
κλείνει με το νομίζεις, και είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και
άλλοτε κλείνει τη φρ. το νομίζεις· βλ. και φρ. δεν το ’χει για πολύ·
-
και πολύ γαμώ! βλ. λ. γαμώ·
-
και πολύ σου είναι, βλ. λ. είναι·
-
και πολύ σου πάει, βλ. λ. πάει·
-
και πολύ σου πέφτει, βλ. λ. πέφτω·
- κάνει πολλούς παράδες, βλ. λ. παράς·
- κατά πολύ, σε σημαντικό βαθμό: «ο δείνα είναι κατά πολύ
ανώτερος απ’ τον τάδε»·
-
κερδίζει πολλά (ενν. χρήματα), βλ. συνηθέστ. βγάζει πολλά·
-
κουβαλάει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
-
κουβαλάει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
-
κουβαλάει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
-
κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι, βλ. λ. νερό·
-
λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
-
λέει η γλώσσα της πολλά ή λέει πολλά η γλώσσα της, βλ. λ. γλώσσα·
-
λέει πολλά! λέγεται για κάποιον ή για κάτι που γενικά μας έχει
εντυπωσιάσει ή που έχει την απόλυτη παραδοχή μας: «τα ’φτιαξε με μια γκόμενα
που λέει πολλά! || είναι καλό το φαγητό που τρως; -Λέει πολλά! || αγόρασα ένα
αυτοκίνητο που λέει πολλά!»·
-
λέει πολλά, α. είναι φλύαρος: «καλός είναι, δε λέω, αλλά καμιά
φορά τον βαριέμαι, γιατί λέει πολλά». β. υπόσχεται χωρίς να
πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί λέει πολλά
και την άλλη μέρα τα ξεχνάει»·
-
λίγ’ απ’ όλα και πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, βλ. λ. κυρά·
-
λίγα πουλάει και πολλά αγοράζει, βλ. λ. πουλώ·
-
λίγο πολύ, βλ. λ. λίγος·
-
λίγο ως πολύ, βλ. λ. λίγος·
-
μας έγινε πολύ ακριβός, βλ. λ. ακριβός·
-
μας κάνει τον πολύ, μας συμπεριφέρεται σαν να είναι σημαντικός,
σπουδαίος: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, μας κάνει τον πολύ»·
-
με τα πολλά…, ύστερα από πολλές προσπάθειες, ύστερα από αδιάκοπη
επιμονή: «ο δρόμος είχε κλείσει εντελώς απ’ τα χιόνια, αλλά με τα πολλά
κατορθώσαμε και φτάσαμε στο καταφύγιο || τον είχα απ’ το πρωί στο γραφείο μου
και τον συμβούλευα, ώσπου με τα πολλά του άλλαξα γνώμη»·
-
με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, βλ. λ. φυλακή·
-
μη γαμάς τόσο πολύ, θα στραβοψωλιάσεις! βλ. λ. στραβοψωλιάζω·
-
μιλάει με πολύ ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
-
μιλάει πολλά, βλ. φρ. λέει πολλά·
-
μου είναι πολύ ή πολύ μου είναι, βλ. λ. είναι·
-
μου πέφτει βαρύ ή βαρύ μου πέφτει, βλ. λ. πέφτω·
-
μου πέφτει πολύ ή πολύ μου πέφτει, βλ. λ. πέφτω·
-
μου ’χει πολλά καμωμένα, βλ. λ. καμωμένα·
-
μπερδεύεται με πολλά πράγματα ή μπερδεύεται σε πολλά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
μπήκε πολύ νερό στ’ αυλάκι, βλ. λ. νερό·
-
ν’ αφήσεις τα πολλά πολλά, βλ. φρ. να σου λείπουν τα πολλά πολλά·
-
να σου λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
-
να σου λείπουν τα πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
να σου λείπουν τα πολλά πολλά, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση
με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι πιο σοβαρός απέναντί μας, με την
οποία του αφαιρούμε την οικειότητα. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα·
-
ξέρει πολλές τρύπες, βλ. λ. τρύπα·
-
ξοδεύει πολλά, κάνει πολλά έξοδα, είναι πολυέξοδος: «δεν μπορώ να πάω
μαζί του στα μπουζούκια, γιατί αυτός ξοδεύει πολλά και δεν μπορώ να τον
παρακολουθήσω»·
-
ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που
γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
-
ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, βλ. λ. διάβολος·
-
ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
-
ο πολλά βαρύς, βλ. λ. βαρύς·
-
ο πολύς κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
-
οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα, βλ. λ. μάγειρας·
-
όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
-
όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα ή όποιος ζητάει τα πολλά,
χάνει και τα λίγα ή όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. λ. όποιος·
-
όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
-
όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
-
όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
-
όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
-
όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, βλ. λ. λαγός·
-
όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
-
όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται, βλ. λ. όποιος·
-
όποιος πολύ διαλέγει, τ’ αποδιαλεγούδια παίρνει, βλ. λ. αποδιαλεγούδι·
-
όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά
κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
-
όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
-
όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
-
όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, βλ. λ. σιτάρι·
-
ούτε λίγο ούτε πολύ, βλ. λ. λίγος·
-
πάει πολύ! ή πολύ πάει! είναι πάνω από τα επιτρεπτά όρια, δεν το
ανέχομαι περισσότερο: «με τόσα καλά που σου ’χω κάνει, πάει πολύ να με βρίζεις
κι από πάνω!»·
-
πάει πολύ μακριά, βλ. λ. μακριά·
-
πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
-
πέρασε πολλά, υπέφερε τα πάνδεινα: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά πέρασε
πολλά». (Τραγούδι: τόσα χρόνια πάλευα μόνος στα τυφλά, και ταξίδεψα κι
αρρώστησα και πέρασα πολλά)·
-
πέφτει πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
-
πήρε πολλούς μαζί του, βλ. λ. μαζί·
-
πήρε πολύ αέρα, βλ. λ. αέρας·
-
ποιος λίγο, ποιος πολύ, λίγος·
-
πολλά ακούγονται, βλ. λ. ακούγομαι·
-
πολλά βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
-
πολλά βαρύ και όχι, βλ. λ. βαρύς·
-
πολλά και διάφορα, (αόριστα) δηλώνει μεγάλο αριθμό διαφόρων πραγμάτων,
μεγάλη ποικιλία: «σ’ αυτό το σούπερ μάρκετ υπάρχουν πολλά και διάφορα || μέχρι
να ’ρθεις, ειπώθηκαν πολλά και διάφορα || όσο έλειπες, συνέβησαν πολλά
και διάφορα»·
-
πολλά λέγονται, βλ. λ. λέγομαι·
-
πολλά λέγονται κι ακούγονται, βλ. λ. λέγομαι·
-
πολλά λες! α. (απειλητικά) ξεπέρασες το επιτρεπτό όριο της ανοχής
μας και έχεις εκτραπεί σε λόγια που μας θίγουν, που μας προσβάλλουν,
αυθαδιάζεις: «πρόσεχε τη γλώσσα σου, γιατί πολλά λες!». β. (ειρωνικά ή
συμβουλευτικά) λες πράγματα ανόητα ή πράγματα που δεν μπορούν να
πραγματοποιηθούν, φλυαρείς άσκοπα: «κλείσε το στόμα σου, ρε παιδάκι μου, πολλά
λες!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται και πιο σπάνια ακολουθεί το πάψε·
-
πολλά μου τα ’κανε ή πολλά μου τα ’χει κάνει, έκφραση
δυσαρέσκειας για άτομο που μου έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα με τη στάση
του ή τη συμπεριφορά του: «να του πεις να πάψει ν’ ασχολείται μαζί μου, γιατί
πολλά μου τα ’κανε και δε θα του βγει σε καλό». (Λαϊκό τραγούδι: ρε μάγκα,
το παράκανες, θαρρώ πολλά μου τα ’κανες, στην γκόμενά μου μην ξανακολλάς)·
-
πολλά υποσχόμενος, λέγεται για ελπιδοφόρο νέο ή για κάποιον που το
μέλλον του προδιαγράφεται ευοίωνο: «με την περιουσία που βρήκε απ’ τον πατέρα
του και με την εργατικότητα που τον χαρακτηρίζει, είναι νέος πολλά υποσχόμενος ||
είναι το αγαπημένο παιδί του κόμματος, γι’ αυτό είναι πολιτικός πολλά
υποσχόμενος || από δω να σου γνωρίσω έναν πολλά υποσχόμενο συγγραφέα»·
-
πολλές μαμές, στραβό το παιδί, βλ. λ. μαμή·
-
πολλές φορές, βλ. λ. φορά·
-
πολλή φασαρία για το τίποτα, βλ. λ. φασαρία·
-
πολλοί και διάφοροι, λέγεται για παρουσία πολλών προσώπων, που δεν
υπάρχει λόγος να τα κατονομάσω τώρα ένα ένα: «στη συγκέντρωση υπήρχαν πολλοί
και διάφοροι»·
-
πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
-
πολύ καλημέρα! ή πολύ καλημέρα σας! βλ. λ. καλημέρα·
-
πολύ που..., α. καθόλου δε(ν)...: «πολύ που σ’ ενδιαφέρει, αν
πετύχω ή όχι!». β. δηλώνει αμφισβήτηση σε αυτό που μας λέει κάποιος: «ο
τάδε πολύ ενδιαφέρεται για σένα. -Πολύ που ενδιαφέρεται!», δηλ. δεν
ενδιαφέρεται καθόλου·
-
πολύ που με νοιάζει! βλ. λ. νοιάζει·
-
πολύ πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
πολύ τζετ, βλ. λ. τζετ·
-
πολύ το φοβάμαι ή πολύ φοβάμαι, βλ. λ. φοβάμαι·
-
πολύ το φχαριστήθηκα! βλ. λ. φχαριστιέμαι·
-
πολύ του είναι! βλ. λ. είναι·
-
πολύ του πάει! βλ. λ. πάει·
-
πολύ του πέφτει! βλ. λ. πέφτω·
-
πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
-
πολύς θόρυβος γίνεται, βλ. λ. θόρυβος·
-
πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
-
πολύς λόγος γίνεται, βλ. λ. λόγος·
-
πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
-
πολύς ντόρος γίνεται, βλ. λ. ντόρος·
-
προ πολλού, πριν από μεγάλο χρονικό διάστημα: «κάποτε κατοικούσε σ’ αυτή
τη γειτονιά, αλλά μετακόμισε προ πολλού || είχε μια δουλειά, αλλά την έκλεισε
προ πολλού». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου σε προξενεύει αλλού, κι ας
τα ’χουμε μπλεγμένα οι δυο μας προ πολλού)·
-
σαν πολλά μας τα ’κανες! ή σαν πολλά μου τα ’κανες! απειλητική
έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε άτομο που επανειλημμένα ενεργεί σε βάρος μας ή
που επανειλημμένα μας προσβάλλει ή μας θίγει με τις πράξεις του. (Λαϊκό
τραγούδι: σαν να μου τα ’κανες πολλά,φθάνει δεν
παίρνει άλλο, κοίταξε να συμμορφωθείς, γιατί θα σε ξεκάνω). Ο πλ. και όταν
το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε
γιατί·
-
σαν πολλά μας τα λες! ή σαν πολλά μου τα λες! έκφραση ειρωνείας ή
και δυσαρέσκειας σε άτομο που καυχιέται για τις πράξεις του ή που υπερβάλλει.
(Λαϊκό τραγούδι: κόψε κάτι, κόψε κάτι, κόψε κάτι, κόψε, σαν πολλά, παιδί
μου, μας τα λες απόψε!). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον
εαυτό του· βλ. και φρ. σαν πολλά μας τα ’πες(!)·
-
σαν πολλά μας τα ’πες! ή σαν πολλά μου τα ’πες! επιθετική έκφραση
ή έκφραση δυσφορίας σε κάποιον για τον προκλητικό τρόπο με τον οποίο μας μιλάει,
και έχει την έννοια να πάψει να μας συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Ο πλ.
και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το άντε γιατί· βλ. και φρ. σαν πολλά μας τα λες(!)·
-
σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου;
βλ. λ. κώλος·
-
σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ
αέρα δε σου δώσαμε; ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; βλ. λ. αέρας·
-
σαν πολύ θάρρος σε δώσαμε! ή σαν πολύ θάρρος πήρες! ή σαν πολύ
θάρρος δε σε δώσαμε; ή σαν πολύ θάρρος δεν πήρες; βλ. λ. θάρρος·
-
σηκώνει πολλά η καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
-
τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, βλ. λ. λόγος·
-
ταΐζω πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
-
το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους, βλ. λ. πορτοφόλι·
-
το λίγο αλκοόλ είναι φάρμακο και το πολύ φαρμάκι, βλ. λ. αλκοόλ·
-
το πολύ, στην καλύτερη περίπτωση: «δεν έχω πολλά χρήματα μαζί μου άντε,
το πολύ να ’χω είκοσι ευρώ». (Τραγούδι: ένα δυάρι με κουζίνα άιντε, το
πολύ τόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή)·
-
το πολύ πολύ, α. στο ανώτατο όριο: «πόσο χρονών την κάνεις; -Το
πολύ πολύ να ’ναι σαράντα χρονών». β. στη χειρότερη περίπτωση: «εγώ θα
πάω μόνος μου και το πολύ πολύ να φάω ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και
κούτσα κούτσα, το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα)·
-
το πολύ ταμάχι, χαλάει το στομάχι, βλ. λ. ταμάχι·
-
το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
-
το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί το μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·
-
το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
-
το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, βλ. λ. παπάς·
-
το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
-
το τραβήξαμε πολύ, δώσαμε μάκρος, συνέχεια σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή
κατάσταση, ξεπεράσαμε τα όρια: «το τραβήξαμε πολύ μ’ αυτό το πείσμα μας, γι’
αυτό λέω να μονοιάσουμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε νομίζεις
πως· βλ. και φρ. το τραβήξαμε ως αργά, λ. αργά·
-
τον έχω περί πολλού, τον θεωρώ πολύ σπουδαίο, τον θαυμάζω: «αυτόν τον
γιατρό τον έχω περί πολλού»·
-
τον περνώ πολλές σκάλες, βλ. λ. σκάλα·
-
τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς, βλ. λ. πλούτος·
-
τόσο πολύ! βλ. συνηθέστ. τόσο καλά! λ. καλός·
-
του ’πεσαν πολλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
-
του ’χω πολλά μαζεμένα, βλ. λ. μαζεμένος·
-
φεύγουν πολλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
-
χαίρω πολύ, βλ. λ. χαίρω·
-
χάρηκα πολύ ή χαρήκαμε πολύ, βλ. λ. χαίρομαι·
-
χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·
-
χρόνια πολλά, βλ. λ. χρόνος·
-
χύθηκε πολύ μελάνι ή έχει χυθεί πολύ μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
-
χωρίς πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
χωρίς πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα.