πολυέλαιος, ο, ουσ. [<μσν. πολυέλαιος <πολύ + ἔλαιον],
κρεμαστό πολύφωτο, ιδίως στις εκκλησίες ή σε πολυτελή σαλόνια: «στο γάμο του
είχαν ανάψει όλοι οι πολυέλαιοι», πράγμα που θεωρείται πως έκανε γάμο
πολυτελείας·
-
πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! ειρωνική παρατήρηση
σε άτομο που μας λέει πως θα πάει στην εκκλησία, ενώ εμείς γνωρίζουμε πως δε
συνηθίζει να εκκλησιάζεται·
-
σιγά τον πολυέλαιο! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς
ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει
κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλεία ή υπόθεση: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα που
δεν υπάρχει όμοιά της. -Σιγά τον πολυέλαιο! || είσαι σίγουρος πως μπορείς να
μου τελειώσεις αυτή τη δουλειά; -Σιγά τον πολυέλαιο, αυτή είναι παιχνιδάκι για μένα!
|| έγινα πτώμα μέχρι να μεταφέρω αυτό το μπαούλο. -Σιγά τον πολυέλαιο!». Συνών.
σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά
το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σπουδαία
δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα! / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα!