πολιτική, η, ουσ. [<αρχ. πολιτική], η πολιτική· επιτήδεια
σχεδιασμένος τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς για την επίτευξη κάποιου σκοπού:
«για να πετύχει κανείς σήμερα στη ζωή του, χρειάζεται να ’χει πολιτική || δεν
είχε σωστή πολιτική και το ’κλεισε το μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα κόλπα
σου και την πολιτική, θα είσ’ αιτία που θα πάω φυλακή)·
- η πολιτική του καρότου και του ραβδιού, βλ. λ. καρότο·
- κατεβαίνω στην πολιτική, βάζω υποψηφιότητα με κάποιο
πολιτικό κόμμα ή ως ανεξάρτητος: «επειδή έχω μεγάλο κύκλο γνωριμιών, σκέφτομαι
να κατέβω στην πολιτική».