πολιορκία, η, ουσ. [<αρχ. πολιορκία], η πολιορκία. 1. η
επίμονη, η συστηματική, η φορτική ενόχληση γυναίκας από κάποιον για τη σύναψη
ερωτικού δεσμού μαζί της: «δεν μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο στην πολιορκία του και
του ’πε το ναι». 2. συνωστισμός πλήθους γύρω από κάποιον ή από κάτι: «η
πολιορκία της Βάνας Μπάρμπα απ’ τους θαυμαστές της κράτησε πολλές ώρες || η
πολιορκία των αποδυτηρίων του γηπέδου απ’ τους φιλάθλους κράτησε μέχρι τη
στιγμή που αποχώρησε και ο τελευταίος παίχτης της ομάδας»·
-
κατάσταση πολιορκίας, η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού για τη λήψη
έκτακτων μέτρων ασφαλείας σε περίπτωση σοβαρών καταστάσεων, όπως πολέμου,
θεομηνιών ή άλλων σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων: «λόγω των πλημμύρων η
κυβέρνηση κήρυξε το νομό σε κατάσταση πολιορκίας»·
-
της κάνω στενή πολιορκία ή της ξηγιέμαι στενή πολιορκία, βλ. φρ. της
κάνω στενό μαρκάρισμα, λ. μαρκάρισμα·
-
του κάνω στενή πολιορκία ή του ξηγιέμαι στενή πολιορκία, βλ. φρ. του
κάνω στενό μαρκάρισμα, λ. μαρκάρισμα.