ποδόγυρος,
ο, ουσ.
[<πόδι + γύρος], ο ποδόγυρος· το γυναικείο φύλο, ο γυναικόκοσμος: «μόλις δει
ποδόγυρο, του τρέχουν τα σάλια»·
- κυνηγάει
τον ποδόγυρο, είναι γυναικάς: «μπορεί να είναι παντρεμένος, αλλά κυνηγάει
τον ποδόγυρο»·
- τον
έφαγε ο ποδόγυρος, τον κατάστρεψαν οι γυναίκες, τον κατάστρεψε η μανία που
είχε για τις γυναίκες: «κάποτε ήταν καλός οικογενειάρχης, αλλά τον έφαγε ο
ποδόγυρος»·
- τρέχει
πίσω απ’ τον ποδόγυρο, βλ. φρ. κυνηγάει τον ποδόγυρο.