ποδήλατο,
το, ουσ. [<νεότ.
ποδήλατον], το ποδήλατο·
- αυτό
το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, λέγεται για οτιδήποτε
μαθαίνει κάποιος και θυμάται δια βίου τη διαδικασία εκτέλεσής του: «μικρός είχα
μάθει κολύμπι, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ ακόμη να κολυμπήσω. -Αυτό το
πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται»·
- γίνομαι
ποδήλατο, βλ. φρ. γίνομαι πατίνι, λ. πατίνι·
- του
’κανα τη ζωή ποδήλατο, βλ. λ. ζωή.