ποδαρικό,
το, ουσ.
[<μσν. ποδάρι + κατάλ. -ικό], η καλή ή κακή τύχη που, σύμφωνα με την λαϊκή
παράδοση, φέρνει στους άλλους σε ορισμένες μέρες ή ώρες (το πρωί, την πρώτη
μέρα της εβδομάδας, την πρωτομηνιά, την πρωτοχρονιά) ο πρώτος επισκέπτης ή σε
ορισμένες περιπτώσεις (εγκαίνια νέου καταστήματος, νέας επιχείρησης) ο πρώτος
πελάτης· βλ. και λ. χερικό·
- κακό
ποδαρικό, η κακή τύχη που φέρνει σε κάποιον κάποιος που του κάνει ποδαρικό:
«πρόσεχε μη σου κάνει ποδαρικό ο τάδε, γιατί έχει κακό ποδαρικό»·
- καλό
ποδαρικό, η καλή τύχη που φέρνει σε κάποιον κάποιος που του κάνει ποδαρικό:
«όλοι θέλουν να τους κάνει ποδαρικό ο τάδε, γιατί έχει καλό ποδαρικό»·
- κάνω
ποδαρικό, μπαίνω πρώτος ως επισκέπτης σε σπίτι ή ως πελάτης σε μαγαζί μια
ορισμένη μέρα ή ώρα (το πρωί, την πρώτη μέρα της εβδομάδας, την πρωτομηνιά ή
την πρωτοχρονιά) και φέρνω σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση στον ιδιοκτήτη του καλή
ή κακή τύχη: «είναι πολύ τυχερός άνθρωπος ο τάδε, γι’ αυτό όλοι θέλουν να τους
κάνει ποδαρικό το νέο χρόνο || είναι τόσο γρουσούζης άνθρωπος, που κανένας δε
θέλει να του κάνει ποδαρικό για το νέο χρόνο».