ποδαράτα,
επίρρ. [του
επιθ. ποδαράτος]. 1. πρόχειρα, στα όρθια, στο πόδι: «έφαγε ποδαράτα κι
έφυγε βιαστικά». 2. με τα πόδια, πεζός: «δεν είχαμε λεφτά για ταξί και
γυρίσαμε ποδαράτα»·
- τη
βγάζω ποδαράτα, α. στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό
διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο της δουλειάς μου, που τη βγάζω ποδαράτα». β.
περπατώ μια διαδρομή, πεζοπορώ: «όλη τη διαδρομή την έβγαλα ποδαράτα»·
- το
κόβω ποδαράτα, πηγαίνω κάπου με τα πόδια, πεζοπορώ: «τους άφησα στην
πλατεία και το ’κοψα ποδαράτα για το σπίτι»·
- το
παίρνω ποδαράτα, βλ. φρ. το κόβω ποδαράτα.