πνίξιμο,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. πνίγω + κατάλ. -ιμο], η πράξη και το αποτέλεσμα του πνίγω. 1.
η μεγάλη καταπίεση, η μεγάλη ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοιο πνίξιμο τον τελευταίο
καιρό και δεν ξέρω τι μου φταίει». 2. το να στραβοκαταπίνει κανείς: «το
ήπια απότομα και μου ’φερε πνίξιμο»·
- είμαι
για πνίξιμο, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, σε πολύ δύσκολη κατάσταση: «μ’
έπιασε η κυρά μου με την γκόμενα κι είμαι για πνίξιμο ο μαλάκας || από μένα
ζητάς δανεικά, που είμαι για πνίξιμο!»· βλ. και φρ. θέλω πνίξιμο·
- είναι
για πνίξιμο, α. δεν αξίζει τίποτα, είναι εντελώς άχρηστος:
«αποκλείεται ν’ αναθέσω σ’ αυτόν τον άνθρωπο τη δουλειά, γιατί αυτός είναι για
πνίξιμο». 2. πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά, παραδειγματικά: «αν είπε
τέτοιες κακοήθειες για σένα, που πάντοτε τον βοηθούσες, τότε είναι για πνίξιμο»·
- θέλει
πνίξιμο, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν είναι
αλήθεια, γιατί δεν μπορώ να το πιστέψω, πως χτύπησε τον πατέρα του, τότε θέλει
πνίξιμο». (Λαϊκό τραγούδι: ξεύρω πως θα μετανιώσεις κι ύστερα θα κλαις, μα
εγώ τώρα δω στο λέω, πνίξιμο που θες). Για συνών. βλ. φρ. θέλει
σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω
πνίξιμο, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή
κάναμε: «αν είπα εγώ τέτοιο πράγμα γι’ αυτόν τον άνθρωπο, τότε θέλω πνίξιμο ||
αν έκανα αυτή την ανοησία, θέλω πνίξιμο». Για συνών. βλ. φρ. θέλω σκότωμα, λ.
σκότωμα·
- πάει
για πνίξιμο, βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «μην κάνεις καμιά
δουλειά μαζί του, γιατί έχω μάθει πως πάει για πνίξιμο». Από το ότι έχει
παρατηρηθεί πως, πολλές φορές, άνθρωποι που έχουν χρεοκοπήσει εμπορικά,
κρεμιούνται στο σπίτι τους ή δένουν μια πέτρα στο λαιμό τους και πέφτουν να
πνιγούν στη θάλασσα. Συνών. πάει για φούντο.