πλύσιμο,
το, ουσ.
[<μσν. πλύσιμον <πλύση + κατάλ. -ιμον], το πλύσιμο· η διαδικασία για την
παρουσίαση ως νομίμων χρημάτων που έχουν κερδιστεί παράνομα, ιδίως από πωλήσεις
ναρκωτικών ή πωλήσεις όπλων, από εμπόριο λευκής σαρκός ή και από τζόγο: «πρέπει
να βρούμε κάποιον που θα μπορέσει ν’ αναλάβει το πλύσιμο των χρημάτων μας»·
- έβγαλε
στο πλύσιμο, (για ρούχα) ξέβαψε στην πλύση: «είχε πολύ ωραίο χρώμα αυτό το
μπλουζάκι, αλλά έβγαλε στο πλύσιμο»·
- μπήκε
στο πλύσιμο, α, (για ρούχα) μάζεψε μετά την πλύση του: «ήταν μια
χαρά το πουκάμισό μου, αλλά τώρα μου ’ρχεται στενό, γιατί μπήκε στο πλύσιμο». β.
(για πρόσωπα) ειρωνική αναφορά σε κοντό άνθρωπο: «καλό παιδί, δε λέω, αλλά, απ’
ότι βλέπεις, μπήκε στο πλύσιμο ο φουκαράς».