αποδιαλεγούδι,
το, ουσ.
[<αποδιαλέγω + κατάλ. -ούδι], αποδιάλεγμα (2): «διάλεξε αυτός το καλύτερο
εμπόρευμα κι άφησε σε μένα τ’ αποδιαλεγούδια»·
-
όποιος πολύ διαλέγει, τ’ αποδιαλεγούδια παίρνει, όποιος διαλέγει πολύ για να πάρει
το καλύτερο από ένα σύνολο, στο τέλος παίρνει το χειρότερο: «πάρ’ το τώρα που
το βρήκες κι άσε το πολύ ψάξιμο, γιατί, όποιος πολύ διαλέγει, τ’ αποδιαλεγούδια
παίρνει».