πλευρό,
το, ουσ.
[<αρχ. πλευρόν], το πλευρό. 1. το πλαϊνό μέρος του ανθρώπινου σώματος
ή του σώματος των ζώων: «με πονάει το δεξί μου πλευρό». 2. το καθένα από
τα κόκαλα του θώρακα των ανθρώπων και των θηλαστικών, το παΐδι: «έφαγα τόσο
ξύλο, που ακόμα με πονάει το πλευρό μου»· βλ. και λ. πλευρά·
- αλλάζω
πλευρό, γυρίζω από την άλλη πλευρά του κορμιού μου, ενώ είμαι ξαπλωμένος ή
κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: «το βράδυ στον ύπνο σου άλλαζες συνέχεια
πλευρό»·
- βρίσκομαι
στο πλευρό του, βλ. φρ. είμαι στο πλευρό του·
- είμαι
στο πλευρό του, του συμπαραστέκομαι, τον υποστηρίζω, τον βοηθώ: «τον αγαπώ
και τον υπολογίζω τόσο πολύ, που, ό,τι και να του τύχει, θα ’μαι στο πλευρό
του». (Λαϊκό τραγούδι: μη φοβάσαι, σου το λέω, και καρδιοχτυπάς, θα ’μαι
πάντα στο πλευρό σου, γιατί μ’ αγαπάς)·
- έχω
στο πλευρό μου (κάποιον ή κάποιους), έχω τη συμπαράσταση, την υποστήριξη
κάποιου: «όσο έχω στο πλευρό μου το φίλο μου, δε φοβάμαι τίποτα». (Λαϊκό
τραγούδι: όταν έχω στο πλευρό μου εσάς τους τρεις, δεν μπορεί να με
πικράνει πια κανείς)·
- μ’
αυτό το πλευρό να κοιμάσαι! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι
πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή πως θα γίνουν έτσι όπως
τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα
θέλεις ή όπως σε συμφέρουν·
-
ξύπνησε από λάθος πλευρό, ξύπνησε
πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς, γιατί ξύπνησε από λάθος πλευρό και είναι μέσα
στα νεύρα του». Συνών. ξύπνησε
ανάποδα / ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
-
στέκομαι στο πλευρό του, βλ.
φρ. είμαι στο πλευρό του.