πλεμόνι,
το, ουσ.
[<μτγν. πλευμόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. πλεύμων], το πνευμόνι: «απ’ τα
πολλά τσιγάρα που έπινε πειράχτηκαν τα πλεμόνια του». (Λαϊκό τραγούδι: τρεις
μαχαιριές της δίνει στη δεξιά μεριά, της έφαγε τα σκώτια, τα πλεμόνια κι
όλα τα σωθικά)·
-
(δεν) έχω (το) πλεμόνι ή (δεν) έχω (τα) πλεμόνια, (δεν) είμαι
θαρραλέος, (δεν) έχω σθένος, θάρρος: «εσύ κάτσε στ’ αβγά σου, γιατί μόνο εγώ
έχω πλεμόνι να τον αντιμετωπίσω || δεν έχει τα πλεμόνια να τα βάλει μαζί μου ||
αν έχεις τα πλεμόνια, έλα να μαλώσουμε».