πλάτανος,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἡ πλάτανος <πλάτανος], ο πλάτανος. 1. το πλατάνι (βλ. λ.). 2.
άνθρωπος αιωνόβιος, ιδίως στη φρ. γέρο πλάτανος: «μπορεί να σου πει
ιστορίες απ’ τον προηγούμενο αιώνα αυτός ο γέρο πλάτανος». Από το ότι ο
πλάτανος είναι αιωνόβιο δέντρο·
- χαιρέτα
μας (μου) τον πλάτανο (και Νικολό καρτέρει), 1. λέγεται ειρωνικά για
άτομο που λέει ανοησίες, ασυναρτησίες: «δηλαδή τι σου ’λεγε μια ώρα; -Χαιρέτα
μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, μου ’λεγε». 2. λέγεται ειρωνικά για
δυσοίωνη ή επικίνδυνη τροπή μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «όπως έγινε η
δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες, χαιρέτα μας τον πλάτανο || όπως εξελίσσεται
η πορεία των οικονομικών, χαιρέτα μας τον πλάτανο». 3. λέγεται στην
περίπτωση που κάτι αργεί υπερβολικά να μας δοθεί ή αργεί υπερβολικά να
πραγματοποιηθεί ή λέγεται στην περίπτωση που καταλαβαίνουμε πως αυτό το κάτι δε
θα μας δοθεί ή πως δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ: «σου έχω πει χίλιες φορές πως,
όταν έρθει η ώρα, θα σε πάρω στη δουλειά μου. -Χαιρέτα μας τον πλάτανο και
Νικολό καρτέρει». 4. (ειρωνικά) τώρα που ενδιαφέρθηκες για τη
συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλάκι, γιατί πρόλαβε και
επωφελήθηκε κάποιος άλλος: «ήρθα για κείνη τη θέση εργασίας που διάβασα στις
μικρές αγγελίες. -Τώρα που ήρθες, χαιρέτα μας τον πλάτανο, γιατί έχει καλυφθεί
πριν από τρεις μέρες». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Είναι
φορές που το και Νικολό καρτέρει της φρ. ακούγεται ως μια λέξη καιΝικολοκαρτέρει.