πλάσμα,
το, ουσ.
[<αρχ. πλάσμα], το πλάσμα. 1. ο άνθρωπος: «είσαι αχάριστο πλάσμα ||
είσαι ηλίθιο πλάσμα». 2. γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς: «γνώρισα ένα
πλάσμα, που, μόλις το δεις, θα σου τρέχουν τα σάλια! || για δες ένα πλάσμα που
περνάει απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο!». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ ωραιότερο πλάσμα
του κόσμου για μένα είσαι εσύ, η μεγαλύτερη αγάπη απ’ όλες, μωρό μου, είσαι
εσύ). Ισχύει και για άντρα. 3. λέγεται και για ζώο ράτσας: «αυτό τ’ άλογο
είναι ξεχωριστό πλάσμα». Υποκορ. πλασματάκι, το·
-είναι πλάσμα της φαντασίας σου, είναι επινόημα, δημιούργημα της
φαντασίας σου: «μου λες πως τα ’φτιαξες με την κόρη του τάδε εφοπλιστή, αλλά δε
σε πιστεύω, γιατί είναι πλάσμα της φαντασίας σου || όλα αυτά τα κατορθώματα που
μου αραδιάζεις, είναι πλάσματα της φαντασίας σου»·
- πλάσμα
του Θεού, λέγεται, εκτός από τον άνθρωπο, και για κάθε έμψυχο δημιούργημα
του Θεού: «γιατί το χτυπάς το γατάκι, κι αυτό πλάσμα του Θεού είναι! || ήταν
τόσο καλός ο καιρός, που χαίρονταν όλα τα πλάσματα του Θεού».