πλανήτης,
ο, ουσ.
[<αρχ. πλανήτης (ενν. ἀστήρ) <πλανῶμαι], ο πλανήτης·
- είναι
από άλλον πλανήτη, βλ. φρ. ζει σε άλλον πλανήτη·
- ζει
σε άλλον πλανήτη, είναι
τελείως εκτός πραγματικότητας, έχει τέλεια άγνοια για όλα όσα συμβαίνουν γύρω
του: «καλά, σε άλλον πλανήτη ζει ο δικός σου και δεν ξέρει πως κάθε χρόνο
πρέπει να υποβάλλει φορολογική δήλωση;». Σαν τέτοιος πλανήτης αναφέρεται
συνήθως ο Άρης. Πρβλ.: σ’ άλλον πλανήτη εγώ φαίνεται γεννήθηκα, αφού ακόμα,
όπως τότε, σε λατρεύω, χαρές που δίνει η ζωή μας, τις αρνήθηκα και σένα μόνο
που με πλήγωσες γυρεύω (Λαϊκό τραγούδι)·
- ήρθε
από άλλο πλανήτη, βλ. φρ. ζει σε άλλο πλανήτη.