αποβραδίς,
επίρρ. [<μσν.
ἀποβραδίς], από το βράδυ ή κατά τη διάρκεια του βραδιού της προηγούμενης μέρας:
«επειδή είχε να κάνει ταξίδι, ετοίμασε αποβραδίς τις αποσκευές του». (Λαϊκό
τραγούδι: αποβραδίς ξεκίνησα μ’ έναν παλιό μου φίλο για το
Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο)·
- αν
ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα, ο
προνοητικός άνθρωπος ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος, αν του
παρουσιαστεί ξαφνικά κάποια ανάγκη: «θα πρέπει να είσαι οργανωμένος στη ζωή σου
για ν’ αποφεύγεις τις δυσάρεστες εκπλήξεις, γι’ αυτό, αν ζυμώσεις το πρωί,
αποβραδίς κοσκίνα». Συνών. άναψε το φανάρι σου προτού να σ’ εύρει η νύχτα /
ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’ / όποιος
τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει / των φρονίμων τα παιδιά, πριν
πεινάσουν μαγειρεύουν. Αντίθ. άμα δεν πεινάσει δε ζυμώνει·
- αν
ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα, βλ.
συνηθέστ. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα.