πίτουρο
κ. πίτυρο κ.
πίτερο, το, ουσ. [<μσν. πίτερον <αρχ. πίτυρον], το πίτουρο·
συνήθως στον πλ. τα πίτουρα, το σκάρτο μέρος ενός πράγματος: «διάλεξαν
αυτοί τον αφρό και σε μένα άφησαν τα πίτουρα»·
- για
μια κοπάνα πίτουρα, έκφραση με την οποία θέλουμε να πειράξουμε ένα μικρό
παιδί ότι δήθεν δεν είναι γνήσιο τέκνο των γονέων του, αλλά ότι το πήραν από
τους γύφτους με αντάλλαγμα μια κοπάνα πίτουρα·
- δεν
τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος,
δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «προσπάθησε να με ξεγελάσει, αλλά δεν
κατάλαβε ο βλάκας πως δεν τρώω πίτουρα, και την πάτησε». Από το ότι τα πίτουρα
δίνονται και ως τροφή σε ζώα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ.
κουτόχορτο·
- δεν
υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει
κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- είναι
ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι, τσιγκουνεύεται να δώσει χρήματα
σε πράγματα που αξίζουν, που είναι χρήσιμα, και ξοδεύει για πράγματα που είναι
άχρηστα, ή είναι αυστηρός για ασήμαντα θέματα και επιεικής σε άλλα που είναι
σοβαρά ·
- είναι
ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα, βλ. φρ. είναι ακριβός στα
πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι·
- έχει
πίτουρα στο μυαλό, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, ηλίθιος, βλάκας
(έχει δηλ. τόσο μυαλό, που είναι χρήσιμο μόνο για ζωοτροφή): «πρέπει να του
πεις κάτι πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί έχει πίτουρα στο μυαλό».
Συνών. έχει κάλο στο μυαλό / έχει κάλο στον εγκέφαλο / έχει πριονίδια στο
μυαλό / έχει ρόζο στο μυαλό / έχει ροκανίδια στο μυαλό / έχει σκατά στο μυαλό /
έχει στόκο στο μυαλό·
- μπερδεύει
τ’ αλεύρι με το πίτουρο, βλ. λ. αλεύρι·
- όποιος
ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με
τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, όποιος μπλέκει σε ύποπτες, σε βρόμικες
υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες. Συνών. όποιος ανακατώνεται
με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν
στα μάτια του / όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος
κοιμάται με τους σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους / όποιος πάει στο βάλτο να
κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- τρώει
πίτουρα, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας (όπως και
το ζώο που τρώει πίτουρα): «μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα μικρό παιδί,
γιατί είναι άνθρωπος που τρώει πίτουρα». Για συνών. βλ. φρ. τρώει
κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.