πίτας,
ο, ουσ.
[<πίτα + κατάλ. -ας], άνθρωπος πολύ μεθυσμένος ή άνθρωπος που βρίσκεται σε
παραίσθηση από τη χρήση ναρκωτικού: «τον είδα να βγαίνει απ’ το μπαράκι κι ήταν
πάλι πίτας»·
- γίνομαι
πίτας, βλ. φρ. γίνομαι πίτα, λ. πίτα·
- είμαι
πίτας, βλ. φρ. είμαι πίτα, λ. πίτα.