πισώπλατα,
επίρρ. [<πίσω
+ πλάτη], που αναφέρεται ή πραγματοποιείται στο πίσω μέρος του κορμιού, ιδίως
για χτύπημα που καταφέρεται στην πλάτη και κατ’ επέκταση δόλια, ύπουλα:
«δέχτηκε πισώπλατα μια μαχαιριά»·
- μου
την έφερε πισώπλατα, ενήργησε σε βάρος μου ύπουλα, με δολιότητα: «εγώ τον
θεωρούσα φίλο κι αυτός μου την έφερε πισώπλατα και μου ’φαγε τη δουλειά»·
- με
χτύπησε πισώπλατα, βλ. φρ. μου την έφερε πισώπλατα.