πιστός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. πιστός <πείθω], πιστός·
- μένω
πιστός στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- μένω
πιστός στον όρκο μου, βλ. λ. όρκος·
- όσοι
πιστοί προσέλθετε, α. φιλοφρονητική έκφραση με την οποία προσκαλούμε
τους παρευρισκομένους να καθίσουν στο τραπέζι, που είναι στρωμένο με φαγητά,
για να αρχίσει το φαγοπότι: «και τώρα, μια και το τραπέζι είναι έτοιμο, όσοι
πιστοί προσέλθετε». β. (γενικά) πρόσκληση σε άτομα, που τους αρέσει ή
που τους ενδιαφέρει μια ομαδική δραστηριότητα, να πάρουν μέρος, να συμμετάσχουν
και αυτοί: «την Κυριακή οργανώνω μια εκδρομή στον Όλυμπο κι όσοι πιστοί
προσέλθετε || κάθε Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη γίνεται η Διεθνής Έκθεση κι όσοι
πιστοί προσέλθετε». Από την εκκλησιαστική γλώσσα.