πιστόλι
κ. μπιστόλι,
το, ουσ. [<πιστόλιον, υποκορ. του ουσ. πιστόλα <ιταλ. pistola], το
πιστόλι. (Λαϊκό τραγούδι: γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με
κάμα)·
- αφήνω
πιστόλι, φεύγω, ιδίως από κέντρο διασκεδάσεως, χωρίς να πληρώσω το
λογαριασμό μου: «δεν ξαναπάω σ’ αυτό το κέντρο, γιατί πριν από ένα μήνα τους
άφησα πιστόλι»·
- βγάζει
πιστόλι, βλ. λ. τραβάει πιστόλι·
- είμαι
με το πιστόλι στον κρόταφο, βλ. λ. κρόταφος·
- ξηγιέμαι
πιστόλι, είμαι έτοιμος για καβγά, συνηθίζω να καβγαδίζω: «μην κάνεις πολλά
αστεία μαζί του, γιατί ξηγιέται πιστόλι»· βλ. και φρ. αφήνω πιστόλι·
- το
πιο γρήγορο πιστόλι, α. αυτός που χειρίζεται με μεγάλη ταχύτητα και
ιδιαίτερη δεξιοτεχνία το πιστόλι: «ο τάδε ήταν το πιο γρήγορο πιστόλι της
εποχής του». Ως απάντηση στην παραπάνω φρ. δίνεται η εξής: στο Τέξας όμως
από ένα γρήγορο πιστόλι υπάρχει ένα άλλο πιο γρήγορο. β. αυτός που
ενεργεί με μεγάλη ταχύτητα: «δεν έχω ξαναδεί πιο γρήγορο πιστόλι απ’ τον τάδε,
γιατί, μέχρι να προκηρύξουν τη δουλειά, την είχε αναλάβει κιόλας». γ. αυτός
που είναι μεγάλος γυναικάς, μεγάλος γαμιάς: «στα χρόνια μας ο τάδε ήταν το πιο
γρήγορο πιστόλι και δύσκολα του ξέφευγε γυναίκα». Αναφορά στους πιστολέρο της
αμερικανικής Δύσης·
- τον
βρήκα με το πιστόλι στο χέρι, τον βρήκα σε πολύ άσχημη, σε απελπιστική
ψυχολογική κατάσταση: «είχε μέρες να φανεί στο μπαράκι κι όταν πήγα στο σπίτι
του να τον δω, τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα». Από το ότι μερικοί επιλέγουν
αυτόν τον τρόπο αυτοκτονίας·
- τον
έχω με το πιστόλι στον κρόταφο, βλ. λ. κρόταφος·
- τραβάει
πιστόλι, συνηθίζει να χρησιμοποιεί το πιστόλι του κατά τη διάρκεια καβγά:
«δεν τα βάζει κανείς μαζί του, γιατί με το παραμικρό τραβάει πιστόλι»·
-
τρώω πιστόλι, δεν
παίρνω από κάποιον τη μίζα που μου είχε υποσχεθεί για τη δουλειά που του
εξασφάλισα: «μου είχε υποσχεθεί ένα ποσό, αν του έφερνα την τάδε δουλειά, αλλά
έφαγα πιστόλι».