πίστη,
η, ουσ.
[<αρχ. πίστις], η πίστη. 1. η εμπιστοσύνη: «απ’ τη μέρα που σε
γνώρισα, μου λες συνέχεια ψέματα, με ποια πίστη, λοιπόν, θέλεις να σου
συμπεριφερθώ!». 2. η εμπορική αξιοπιστία: «πρόσεχέ τον, γιατί δεν έχει
καθόλου πίστη στην αγορά». 3. η προσωπική άποψη, ο υποκειμενικός τρόπος
αντίληψης και ερμηνείας των πραγμάτων, ιδίως για περιπτώσεις αμετακίνητης
γνώμης: «αν αυτή είναι η πίστη σου, δεν μπορώ να στην αλλάξω». (Ακολουθούν 31
φρ.)·
- αλλάζω
πίστη ή αλλάζω την πίστη μου, αλλαξοπιστώ: «δεν αλλάζω την πίστη μου
για όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι μου ’ρχεται την πίστη
μου ν’ αλλάξω,να μπω στο χαρέμι να σ’ αρπάξω, άι χανουμάκι
σκερτσόζικο)·
- γαμώ
την πίστη μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ την
πίστη μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ.
Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ
την πίστη σου! ή σου γαμώ την πίστη! α. επιθετική έκφραση
εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω
ρε, γαμώ την πίστη σου, γιατί ασχολείσαι συνεχώς μαζί μου! || σου γαμώ την
πίστη αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου τ’ όνομά μου!». β. εκστομίζεται και
ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ.
Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια!
λ. γαμώ·
- δε
δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), δεν τον πιστεύω, δεν πιστεύω:
«στο ’χω πει χίλιες φορές πως δε δίνω πίστη σε κανέναν || δε δίνω πίστη σ’ αυτά
που μου λέει, γιατί είναι γνωστός ψεύτης»·
- δεν
έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, στερείται κάθε ηθικής αρχής: «μαζί του να ’χεις
τα μάτια σου τέσσερα, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο»·
- δεν
έχει πίστη, α. είναι κακόπιστος, δόλιος: «πρόσεχε τον τύπο με τον
οποίο κάνεις παρέα, γιατί δεν έχει πίστη και υπάρχει φόβος να σε μπλέξει». β.
είναι αφερέγγυος, είναι κακοπληρωτής: «μην του δώσεις ούτε ένα ευρώ με πίστωση,
γιατί δεν έχει πίστη». γ. δεν πιστεύει σε καμιά ανώτερη θεϊκή δύναμη,
είναι άθεος: «αφού δεν έχει πίστη, γιατί να πάει στην εκκλησία;». δ. δεν
έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, απογοητεύεται εύκολα: «δεν έχει πίστη ο
άνθρωπος και με την παραμικρή δυσκολία που του τυχαίνει τα παρατάει όλα στη
μέση»·
-
δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), πιστεύω, τον πιστεύω: «δίνω πίστη
σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ξέρω καλά το χαρακτήρα του || δίνω πίστη σ’ αυτά
που μου λέει, γιατί είναι φιλαλήθης»·
- δίνω
πίστη στα λόγια του, πιστεύω σε αυτά που μου λέει: «ξέρω ότι είναι έντιμος
άνθρωπος, γι’ αυτό δίνω πίστη στα λόγια του»·
- ε
μα την πίστη μου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα την πίστη μου,
πάψε να λες ανοησίες!». Συνών. ε μα την αλήθεια! / ε μα το Θεό! / ε μα το
ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- είναι
άνθρωπος κακής πίστης, πρόκειται για κακόπιστο άνθρωπο: «ό,τι και να του
πεις σε κοιτά καχύποπτα, γιατί είναι άνθρωπος κακής πίστης»·
- είναι
άνθρωπος καλής πίστης, πρόκειται για καλόπιστο άνθρωπο: «είναι καλόπιστος
άνθρωπος και πιστεύει αμέσως ό,τι κι αν του πεις»·
- η
πίστη μετακινεί βουνά, με τη δύναμη της πίστης μπορεί κανείς να πετύχει το
ακατόρθωτο: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά πίστευε εσύ πως θα τη φέρεις σε
πέρας, γιατί η πίστη μετακινεί βουνά»·
- κακή
πίστη, α. η αφερεγγυότητα, η κακοπιστία, η δολιότητα: «η κακή πίστη
δεν πρέπει να υπάρχει σ’ ένα υγιές εμπόριο». β. η αρνητική στάση
απέναντι σε κάποιο γεγονός ή σε κάποια θέση, η εκ των προτέρων απόρριψή του: «αυτή
η κακή πίστη που έχεις δε σ’ αφήνει να δεις πιο καθαρά τα πράγματα»·
- κακή
τη πίστει, με δολιότητα, με κακοπιστία ή δυσπιστία: «απ’ τη στιγμή που με
αντιμετωπίζεις κακή τη πίστει, δε θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε»·
- καλή
πίστη, α. η ειλικρίνεια, η φερεγγυότητα: «μόνο με καλή πίστη μπορεί
κανείς να προκόψει στο εμπόριο». β. ο θετικός τρόπος αντίληψης και
ερμηνείας των πραγμάτων: «αφού λείπει η καλή πίστη μεταξύ σας, ό,τι και να
κάνεις, θα το παίρνει στραβά»·
- καλή
τη πίστει, α. με ειλικρίνεια, με φερεγγυότητα: «πρέπει να καθίσουμε
να κουβεντιάσουμε καλή τη πίστει || του δάνεισα ένα ποσό καλή τη πίστει»·
- μα
την πίστη μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον:
«μα την πίστη μου, ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα!». Πολλές φορές, η φρ.
κλείνει με το σου λέω. β. έκφραση που δηλώνει διαμαρτυρία,
δυσφορία ή έκπληξη για κάτι: «μα την πίστη μου, ην κάνεις θόρυβο, όταν
κοιμάμαι! || μα την πίστη μου, γίνονται ακόμη τέτοια πράγματα!»·
- με
κακή πίστη, βλ. φρ. κακή τη πίστει·
- με
καλή πίστη, βλ.
φρ. καλή τη πίστει·
- με
πίστη, με εμμονή σε αυτό που κάνει κάποιος, με αγωνιστικότητα: «αγωνίζεται
με πίστη για τα δημοκρατικά ιδεώδη»·
- μου
βγαίνει η πίστη, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει η
πίστη κάθε μέρα, για να μπορέσω να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η
Παναγία / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου
βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου
βγαίνει η πίστη ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι,
κατατυραννιέμαι: «έχω τόσα πολλά χρέη, που κάθε μέρα μου βγαίνει η πίστη
ανάποδα, για να τα καλύψω». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου
βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο Θεός
ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω
(απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα ·
- πήγε
υπέρ πίστεως και πατρίδος, α. (ειρωνικά για πρόσωπα) σκοτώθηκε άδικα:
«έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα πήγε υπέρ πίστεως και
πατρίδος». β. (για αντικείμενα) χάθηκε ή κλάπηκε και δεν υπάρχει
περίπτωση να ξαναβρεθεί: «άφησα για λίγο τον αναπτήρα μου πάνω στο τραπέζι και
πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος». γ. (για μηχανήματα) καταστράφηκε
εντελώς, αχρηστεύτηκε: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητό μου, που πήγε υπέρ
πίστεως και πατρίδος»·
- στην
πίστη σου! δηλώνει παράκληση ή προτάσσεται παρακλητικής έκφρασης: «στην
πίστη σου, κάνε λίγη ησυχία ν’ ακούσω τι λέει ο άνθρωπος! || στην πίστη σου,
βοήθησέ με να ξεπεράσω αυτή τη δυσκολία!». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, στην
πίστη σου πάρε και μένα σπίτι σου)·
- συζυγική
πίστη, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να μην πέσουν στο παράπτωμα της
μοιχείας: «η οικογένεια στηρίζεται πάνω στη συζυγική πίστη»·
- του
αλλάζω την πίστη, βλ. φρ. του βγάζω την πίστη·
- του
αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του
βγάζω την πίστη, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλα την
πίστη μέχρι να του δώσω πίσω τα δανεικά». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του
βγάζω την ψυχή / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό·
- του
βγάζω την πίστη ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον
κατατυραννώ: «αν πέσει στα χέρια μου, θα του βγάλω την πίστη ανάποδα». Συνών. του
βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’
το στόμα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω
τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του
βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του
γαμώ την πίστη, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε
μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πίστη». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον
δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο,
τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πίστη || τον έπιασε στα χέρια
του και του γάμησε την πίστη». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών.
βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του
γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.