πιστεύω,
ρ. [<αρχ.
πιστεύω], πιστεύω. 1. έχω την εντύπωση, νομίζω, θεωρώ: «δεν ξέρω τι λες
εσύ, εγώ πάντως πιστεύω πως είναι αθώος ο άνθρωπος || πιστεύω πως θα κάνεις
πολύ καλά, αν πας και του ζητήσεις συγνώμη». 2. ως άκλ. ουσ. στον εν. το
Πιστεύω, το σύμβολο της χριστιανικής πίστης. Από την ομολογία πίστης
στη χριστιανική θρησκεία, που ξεκινά με τη λέξη Πιστεύω. 3. ως
άκλ. ουσ. στον εν. το πιστεύω και συνήθως στον πλ. τα πιστεύω, η
κοσμοθεωρία, οι πεποιθήσεις που διαμορφώνουν τη στάση ζωής και δράσης του
ατόμου: «δεν μπορώ να ενεργήσω κατ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί είναι αντίθετος στα
πιστεύω μου». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άκουγέ
τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, βλ. λ. θέλω·
- δεν
ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, βλ. λ. Θεός·
- δεν
πιστεύει πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δεν
πιστεύω γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν
πιστεύω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν
πιστεύω να…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ανησυχία μας μην τυχόν
συμβεί ή δε συμβεί κάτι: «δεν πιστεύω να ’ρθει κι ο τάδε στα μπουζούκια! || δεν
πιστεύω να μη δεν έρθει ο τάδε στην εκδήλωση! || δεν πιστεύω να ενεργήσεις μ’
αυτόν τον τρόπο!»·
- δεν
πιστεύω στ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- δεν
πιστεύω στα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- δεν
το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! βλ. λ. αφτί·
- δεν
το πιστεύουν τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- δεν
το πιστεύω! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε άτομο το οποίο μας λέει
απαράδεκτα πράγματα ή μας συμπεριφέρεται αχάριστα: «εγώ σε βοήθησα τόσες φορές
κι εσύ κάνεις πως δε με γνωρίζεις; Δεν το πιστεύω!». (Λαϊκό τραγούδι: ζητάς
και ρέστα, δεν το πιστεύω, εγώ δεν έπαψα στιγμή να σε λατρεύω)·
- έχω
πιστεύω, έχω διαμορφωμένη μια στάση ζωής και δράσης: «ο καθένας πιστεύει
ό,τι θέλει, πάντως εγώ έχω πιστεύω πως οι άνθρωποι πρέπει ν’ αλληλοβοηθούνται».
(Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω,
και οι ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο)·
- θέλω
να πιστεύω πως… ή θέλω να πιστεύω ότι…, βλ. λ. θέλω·
- να
το δω και να μην το πιστέψω! βλ. λ. είδα·
- ο
χορτάτος τον νηστικό δεν τον πιστεύει, βλ. λ. νηστικός·
- πίστευε
και μη ερεύνα, α. όποιος πιστεύει πραγματικά δεν αμφιβάλλει. β.
έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον απόλυτη, τυφλή εμπιστοσύνη σε αυτά
που του λέμε: «είναι τόσο φερέγγυο άτομο, που, ό,τι σου λέει, πίστευε και μη
ερεύνα»·
- πιστεύει
σε θαύματα ή πιστεύει στα θαύματα, βλ. λ. θαύμα·
- πιστεύει
σε όνειρα ή πιστεύει στα όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- πιστεύει
στ’ άστρα, βλ. λ. άστρο·
- πιστεύει
στ’ άστρο του, βλ. λ. άστρο·
- πιστεύει
στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- πιστεύει
στο φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- πιστεύει
στον καφέ, βλ. λ. καφές·
-
πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή
πιστεύω τα λόγια (κάποιου), βλ. λ. λόγος·
- σε τι
Θεό πιστεύεις; βλ. λ. Θεός·
- τ’
ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! βλ. λ. αφτί·
- το
βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- το
λέω και το πιστεύω, το
πιστεύω ακράδαντα: «το λέω και το πιστεύω πως αυτός ο άνθρωπος είναι αθώος».