πίσσα,
η, ουσ.
[<αρχ. πίσσα], η πίσσα· η κόλαση: «όλοι οι αμαρτωλοί θα καούν μέσα στην
πίσσα». Από το ότι, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, οι αμαρτωλοί που θα
πάνε στην κόλαση θα βρίσκονται μέσα σε καζάνια και θα βράζουν με την πίσσα που
θα υπάρχει σε αυτά·
- έγινε
μαύρος πίσσα ή έγινε μαύρος σαν πίσσα ή έγινε μαύρος σαν την
πίσσα, βλ. φρ. έγινε μαύρος κατράμι, λ. κατράμι·
- έγινε
σαν πίσσα ή έγινε σαν την πίσσα, βλ. φρ. έγινε σαν κατράμι, λ.
κατράμι·
- είναι
μαύρος πίσσα ή είναι μαύρος σαν πίσσα ή είναι μαύρος σαν την
πίσσα, βλ. φρ. είναι μαύρος κατράμι, λ. κατράμι·
- είναι
σαν πίσσα ή είναι σαν την πίσσα, βλ. φρ. είναι σαν κατράμι, λ.
κατράμι·
- σκοτάδι
πίσσα, βλ. λ. σκοτάδι.