πιρούνι
κ. πιρόνι κ.
περόνι, το, ουσ. [<μσν. πιρούνι <μτγν. περόνιον, υποκορ. του αρχ.
ουσ. περόνη], το πιρούνι·
- άναψαν
τα πιρούνια, τα άτομα που παρευρίσκονταν στο γεύμα, έπεσαν με μανία στο
φαγητό: «μόλις η οικοδέσποινα σέρβιρε τα φαγητά, άναψαν τα πιρούνια». Δεν
ακούγεται ποτέ για κουτάλι, για το λόγο που εξηγούμε στη φρ. είναι μεγάλο
πιρούνι·
- είναι
γερό πιρούνι, βλ. φρ. είναι μεγάλο πιρούνι·
- είναι
γρήγορο πιρούνι, βλ. φρ. είναι γερό πιρούνι·
- είναι μεγάλο πιρούνι,
είναι λαίμαργος, αδηφάγος: «είναι τόσο μεγάλο πιρούνι, που μπορεί να φάει ένα
βόδι στην καθισιά». Δεν ακούγεται ποτέ για κουτάλι, γιατί η φράση αυτή είναι
δημιούργημα της ταβέρνας που, ως γνωστό, σπάνια χρησιμοποιείται το κουτάλι ή
και καθόλου, εκτός βέβαια αν είναι κανείς στην ψαροταβέρνα, όπου μπορεί να φάει
κακαβιά ή κάποιο άλλο είδος ψαρόσουπας. Στην περίπτωση αυτή, ο πελάτης τρώει τη
σούπα του με μακρόσυρτες, ηχηρές και αργές ρουφηξιές, για το φόβο των
ψαροκόκαλων. Έτσι αποκλείεται η περίπτωση να χαρακτηριστεί κάποιος μεγάλο
κουτάλι, γιατί όλη η προσοχή και η φροντίδα του δεν είναι να φάει γρήγορα
και πολύ, αλλά αργά και προσεχτικά για να μην πνιγεί. Εξάλλου, πόσα πιάτα
σούπας μπορεί να φάει κανείς για να χαρακτηριστεί λαίμαργός(;)·
- είναι
ηλεκτρικό πιρούνι, είναι πολύ λαίμαργος, πολύ αδηφάγος: «αν πάρετε και τον
τάδε στο γεύμα, δε θα προλάβετε να φάτε ούτε μπουκιά, γιατί είναι ηλεκτρικό
πιρούνι». Δεν ακούγεται ποτέ για κουτάλι, για το λόγο που εξηγούμε στη φρ. είναι
μεγάλο πιρούνι·
- κατά
το μεζέ και το πιρούνι, ανάλογα με την περίσταση, με την περίπτωση,
χρησιμοποιούμε και τα κατάλληλα μέσα: «τι θα κάνεις, αν θελήσει ο τάδε να σ’
ανταγωνιστεί; -Κατά το μεζέ και το πιρούνι»· βλ. και φρ. κατά το γάιδαρο και
το σαμάρι, λ. σαμάρι·
- μακαρόνια
με τα χρυσά πιρόνια, αγαπημένη έκφραση των μακαρονάδων: «σήμερα θα φάμε
μακαρόνια με τα χρυσά πιρόνια»·
- όνι
όνι παπαρόνι κι ο παπάς με το πιρόνι, βλ. λ. παπάς·
- πήραν
τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. φρ. άναψαν τα
πιρούνια.