πιοτό,
το, ουσ.
[<όψιμο μσν. πιοτόν <αρχ. ποτόν, με επίδρ. του (να) πιω], το
οινοπνευματώδες ποτό και γενικά η οινοποσία: «πάντα μαζί με το φαγητό του θέλει
και το πιοτό του || αν συνεχίσει έτσι το πιοτό, σίγουρα θα ’χει σε λίγο
πρόβλημα με την υγεία του». (Λαϊκό τραγούδι: αντί σκολειό εγώ τράβαγα για
του Καραϊσκάκη, έπινα διάφορα πιοτά για να γινώ μαγκάκι).
Παρατηρείται ότι πιοτό λέγεται το οινοπνευματώδες που πίνει κανείς στην ταβέρνα
(κρασί, ρετσίνα, ούζο, τσίπουρο), ενώ το οινοπνευματώδες που πίνει κανείς στο
μπαρ (ουίσκι, βότκα, κ. ά.) αναφέρεται ως ποτό (βλ. λ.)·
- κόβω
το πιοτό, σταματώ, παύω να πίνω οινοπνευματώδη ποτά: «επειδή είχα πρόβλημα
με το στομάχι μου, έκοψα το πιοτό για ένα διάστημα»·
- με
πιάνει το πιοτό, με
επηρεάζει αρνητικά, με μεθάει: «δεν πίνω περισσότερα από δυο ποτηράκια, γιατί
με πιάνει το πιοτό». (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα μ’ έχει κάνει το πιοτό
να μη με πιάνει,θέλησε να με προδώσει, μα πικρά θα το πληρώσει)·
- μιλάει
το πιοτό, λέγεται για μεθυσμένους που φλυαρούν ακατάσχετα ή που λένε ανόητα
ή επιθετικά λόγια: «μην παίρνεις σοβαρά το τι λέει, γιατί μιλάει το πιοτό». Συνήθως
της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. μιλάει το κρασί / μιλάει το ποτό·
- πέφτω
στο πιοτό, αρχίζω να πίνω συνέχεια και με πάθος οινοπνευματώδη ποτά: «είναι
αρκετοί εκείνοι που με την πρώτη δυσκολία πέφτουν στο πιοτό». (Λαϊκό τραγούδι: άντρας
δυνατός τούτος ο καημός, πώς να τον νικήσω πώς; Πέφτω στο πιοτό, πέφτω
στον καπνό και το δίλημμα βουνό)·
- πνίγω
τα φαρμάκια μου στο πιοτό, βλ. λ. φαρμάκι·
- πνίγω
τον πόνο μου στο πιοτό, βλ. λ. πόνος·
- το
’ριξε στο πιοτό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, άρχισε να πίνει
συνέχεια και με πάθος οινοπνευματώδη ποτά, άρχισε να μεθάει: «απ’ τη μέρα που
χώρισε με τη γυναίκα του, το ’ριξε στο πιοτό». (Λαϊκό τραγούδι: τι να πω και
τι ν’ αφήσω, ποια φωτιά να πρωτοσβήσω, στο πιοτό το έχω ρίξει για να
σβήσω τη φωτιά, μα οι φλόγες δυναμώνουν και μου καίνε την καρδιά).