πίνω,
ρ. [<αρχ.
πίνω], πίνω. 1α. είμαι αλκοολικός, μέθυσος: «απ’ τη μέρα που άρχισε να
πίνει, κινδυνεύει να καταστραφεί». (Τραγούδι: πίνω για να
ξεχνώ τον πόνο μόνο, λέω στον ταβερνιάρη ρετσίνα κεχριμπάρι). β.
πίνω αλκοόλ, πίνω οινοπνευματώδες ποτό: «συναντήθηκα τυχαία στο δρόμο με τον
τάδε κι ήπιαμε κάνα δυο τρία ποτηράκια σ’ ένα ουζερί». (Λαϊκό τραγούδι: στην
αγορά του Πειραία, πέντ’ έξι γεροντάκια, πίνανε και τα λέγανε κι ήρθανε
στα μεράκια). 2. απορροφώ υγρό: «κλείσε τη φωτιά κι άσε το φαγητό να
πιει το νερό του». 3α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κάνω χρήση χασισιού ή
άλλου ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: τουμπεκί απ’ την Περσία βρε, πίνει ο
μάγκας με ησυχία // θα κάνω γιουφ από λαγού ποδάρι κι όλη την πρέζα με την μύτη
μου θα πιω). β. καπνίζω: «καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο του
πακέτου μου». 4. ως άκλ. ουδ. το πιει, αυτό που πίνεται, ιδίως το
ποτό: «πρέπει να κόψεις το πιει, γιατί σε λίγο σε βλέπω αλκοολικό». (Ακολουθούν
57 φρ.)·
- άλλος
πληρώνει κι άλλος πίνει, βλ. λ. άλλος·
- αλλού
τρως και πίνεις (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. αλλού·
- άντε
πιες το γάλα σου! (το γαλατάκι σου!), βλ. λ. γάλα·
- ας
πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι ή να
πιει ξίδι να ξεθυμώσει, βλ. λ. ξίδι·
- ας
πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να πιει
σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει, βλ. λ. σκορδοστούμπι·
- ας
πιει σόδα ή να πιει σόδα, βλ. λ. σόδα·
- Γιάννης
κερνάει και Γιάννης πίνει, βλ. λ. Γιάννης·
- είναι
να την πιεις στο ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- έφτασε
στη βρύση και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- έφτασε
στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- η
κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- η
κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- ήπιε
τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα
πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι
- θα
σου πιω το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα
σου πιω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κουβαλάει
κρασί και πίνει νερό, βλ. λ. νερό·
- με
δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- μου
ήπιε το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου
πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- ο
διψασμένος πίνει σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- ο
παίζων χάνει και πίνων μεθάει, βλ. λ. παίζω·
- όποιος
διψάει, πίνει με σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- οπού
ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπου
περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- όσο
πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, βλ. λ. πεθερά·
- όσοι
πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε, βλ. λ. μεθώ·
- ό,τι
φάμε, ό,τι πιούμε, βιαστική ενέργεια για υλικές απολαύσεις λόγω μικρής
διάρκειας της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα
κερδίσουμε, ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε)·
- ό,τι
φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
- πιες
λάδι κι έλα βράδυ, βλ. λ. λάδι·
- πιες
πρώτα το γαλατάκι σου! βλ. λ. γαλατάκι·
- πίνει
ένα βαρέλι στην καθισιά, βλ. λ. βαρέλι·
- πίνει
ο δήμαρχος, πίνει για κέφι, πίνει ο σκουπιδιάρης, είναι αλκοολικός, η υψηλή
κοινωνική θέση δίνει άλλοθι στις πράξεις αυτών που την κατέχουν·
- πίνει
σαν νεροφίδα, βλ. λ. νεροφίδα·
- πίνει
σαν πούστης ή πίνει σαν τον πούστη, βλ. λ. πούστης·
- πίνει
σαν σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- πίνουμε
ένα (κάνα) ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πίνω
άντερα ή πίνω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- πίνω
αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- πίνω
νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
- πίνω
στην υγεία σου! ευχετική πρόποση·
- πίνω
στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- πίνω
το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- πίνω
το πικρό ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πίνω
τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρα·
- πίνω
τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- πίνω
φαρμάκι ή πίνω φαρμάκια, βλ. λ. φαρμάκι·
- πίνω
χασίσι, βλ. λ. χασίσι·
- τα
πίνω, α. πηγαίνω τακτικά στην ταβέρνα ή στο μπαρ με σκοπό να πιω,
είμαι πότης: «μαζεύονται κάθε βράδυ στην ταβέρνα και τα πίνουν». (Λαϊκό
τραγούδι: αυτό το βράδυ το σκοτεινό είμαι μονάχος και σε ζητώ.
πού να γυρίζεις, πού να γλεντάς, με ποιον τα πίνεις και με ξεχνάς). β.
συνηθίζω να ξοδεύω τα λεφτά μου στο πιοτό: «όσα βγάζει πάει και τα πίνει»·
- το
πίνω, μου αρέσει το πιοτό, πίνω πολύ. (Τραγούδι: εγώ το πίνω και
το λέω, γίνομαι στουπί και δε με νοιάζει, σας ορκίζομαι, ο κόσμος τι θα πει)·
- το
πίνω και με πίνει, δεν αντέχω στο πιοτό ή μου προξενεί εξουθενωτικό μεθύσι:
«αφού το πίνεις και σε πίνει, ρε παιδάκι μου, σταμάτα επιτέλους αυτό το πιοτό!».
(Λαϊκό τραγούδι: το πίνω και ο πόνος μου ούτε στιγμή δε σβήνει, απόψε τ’
αφιλότιμο το πίνω και με πίνει)·
- τον
ήπια (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), α. (στη νεοαργκό, ιδίως για
γυναίκα) δέχτηκα να υποστώ τη σεξουαλική πράξη: «τον ήπια, γιατί ήταν και
όμορφο αγόρι, αλλά και τεστοστερόνης». β. (γενικά) ξεγελάστηκα,
εξαπατήθηκα, την πάτησα: «μου τα παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που στο τέλος τον
ήπια χωρίς να το καταλάβω»·
- τον
ήπιε η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τον
πίνει τον καφέ, βλ. λ. καφές·
- τρώει
και πίνει, βλ. λ. τρώω·
- φάε
μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- χάρη
στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη.