πινακωτή,
η, ουσ.
[<πινάκι + κατάλ. -ωτή]. 1. ξύλινο σκεύος με χωρίσματα, όπου
τοποθετούνται τα ζυμωμένα ψωμιά, για να φουσκώσουν, πριν τα βάλουν μέσα στο
φούρνο για ψήσιμο. 2. παλιό ομαδικό παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν
κυρίως στο ύπαιθρο. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν, γιατί, κάθε κουβέντα
περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί)·
- όλα
τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, λέγεται στην περίπτωση, που
θεωρούμε πάντα το ίδιο πρόσωπο υπεύθυνο για κάτι κακό που συμβαίνει χωρίς να
εξετάσουμε αν πραγματικά είναι.