αγαπημένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. αγαπώ], αγαπημένος. 1. που αγαπούμε πάρα πολύ: «από δω ο
αγαπημένος μου γιος || να κι η αγαπημένη μου κόρη». 2. που μας αρέσει
πάρα πολύ, που τον προτιμούμε: «ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Καζαντζάκης
|| το αγαπημένο μου φαγητό είναι η φασουλάδα». 3. το αρσ. ως ουσ. ο
αγαπημένος και το θηλ. ως ουσ. η αγαπημένη, ο εραστής, ο ερωμένος, ο
γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «αυτός που βλέπεις είναι ο αγαπημένος της
τάδε», συνήθως με τις κτητ. αντων. μου (σου, του, της, μας, σας, τους)·
- από
μακριά κι αγαπημένοι, βλ. φρ. κάλλιο μακριά κι αγαπημένοι·
- κάλλιο
μακριά κι αγαπημένοι, λέγεται σε άτομο που θέλουμε να κρατήσουμε σε
απόσταση, γιατί υποπτευόμαστε πως η συναναστροφή μαζί του θα μας δημιουργήσει
προβλήματα. (Λαϊκό τραγούδι: πώς το σκέφτηκες καλά να χωριστούμε, ο καθένας
μας τον άνθρωπο να βρούμε; Τι μυαλό κρατάς και τι σε περιμένει και μου λες: κάλλιο
μακριά κι αγαπημένοι). Πολλές φορές, παρατηρείται χειρονομία, όπου ο
ομιλητής προτείνει το χέρι του μπροστά με την παλάμη του ανορθωμένη, σαν να
θέλει να κρατήσει αυτόν στον οποίο απευθύνεται σε κάποια απόσταση, χειρονομία
που παρατηρείται και όταν ο ομιλητής αναφέρει στον συνομιλητή του κάποιο άλλο
άτομο που δεν είναι παρόν και που θέλει να το κρατήσει σε απόσταση: «σκέφτομαι
να σου προτείνω να συνεταιριστούμε, για να κάνουμε μια σπουδαία δουλειά. -Από
μακριά κι αγαπημένοι || μου πρότεινε ο μπατζανάκης μου να συνεταιριστούμε για
να κάνουμε μια δουλειά, αλλά κάλλιο μακριά κι αγαπημένοι»·
- η
επίσημη αγαπημένη, α.
(για άντρες) ο
επίσημος ερωτικός δεσμός: «αυτή που βλέπεις, είναι η επίσημη αγαπημένη του τάδε
|| γυρνάει με πολλές γυναίκες, αλλά η επίσημη αγαπημένη του είναι η τάδε». β.
(ειδικά) η εθνική ομάδα, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: «η επίσημη αγαπημένη όλων
των Ελλήνων δίνει ένα πολύ καθοριστικό παιχνίδι»·
- ο
επίσημος αγαπημένος, (για
γυναίκες) ο επίσημος ερωτικός δεσμός: «ο επίσημος αγαπημένος της τάδε
τραγουδίστριας είναι ο τάδε ποδοσφαιριστής».