πίκρα,
η, ουσ.
[<μσν. πίκρα <πικραίνω (υποχωρητ.)], η πίκρα· συναίσθημα λύπης ή
στενοχώριας: «τον γονάτισαν οι πίκρες της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος με
βλέπει να γελώ, λέει: πίκρα δεν έχω. Μα ’γω έχω πίκρα στην καρδιά και
πίκρα μέσ’ τα χείλια)·
- εκείνος
που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, εκείνος που στενοχωριέται
για τις ατυχίες, τις δυσκολίες των άλλων στο τέλος βγαίνει ζημιωμένος: «δες τον
εαυτό σου και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες,
χάνει τα μάτια του», εννοείται από το πολύ το κλάμα παθαίνουν τα μάτια του·
- έχω
πίκρα στην καρδιά, είμαι πολύ λυπημένος, πολύ στενοχωρημένος: «έχω πίκρα
στην καρδιά, γιατί δεν πέρασε πάλι ο γιος μου στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό
τραγούδι: όποιος με βλέπει να γελώ λέει: πίκρα δεν έχω. Μα ’γω έχω πίκρα
στην καρδιά και πίκρα μέσ’ τα χείλια)·
- έχω
πίκρα στην ψυχή, βλ. φρ. έχω πίκρα στην καρδιά·
- η
πίκρα κόβει γόνατα κι ο λογισμός γερνάει, τα ψυχικά προβλήματα είναι πολύ καταστροφικά για την
υγεία του ανθρώπου·
-
κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
-
κερνώ πίκρες (κάποιον), κάνω
κάποιον να λυπηθεί, να στενοχωρηθεί πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη
γυναίκα, συνέχεια με κερνάει πίκρες»·
- με
γονάτισαν οι πίκρες, με εξάντλησαν, με κατέβαλαν: «όσο υπομονή κι αν έκανε,
κάποια στιγμή τον γονάτισαν οι πίκρες και σήκωσε ανήμπορος ψηλά τα χέρια».
(Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι εγώ αυτός που θα στολίσει με άνθη τα ξανθά σου τα
μαλλιά, εμένα οι πίκρες μ’ έχουν γονατίσει κι εσύ γυρεύεις μια
πρωτομαγιά)·
- ποτίζω
πίκρα ή ποτίζω πίκρες (κάποιον), βλ. φρ. κερνώ πίκρες (κάποιον).