πίκα,
η, ουσ.
[<ιταλ. picca (= αιχμή)]. 1. σύμβολο χαρτιού της τράπουλας, το
μπαστούνι: «ντάμα πίκα». 2. πείσμα, θυμός, γινάτι: «όλο πίκα είναι αυτός
ο άνθρωπος για όλους και για όλα»·
- από
πίκα, μόνο και μόνο από πείσμα, επειδή πεισμώσαμε, από ισχυρογνωμοσύνη:
«επειδή μου αντιμίλησε ο τάδε, δε θα ’ρθω μαζί σας από πίκα»·
- για
πίκα ή για πίκα μου ή για την πίκα μου, για πείσμα, για
γινάτι, για το πείσμα, για το γινάτι: «θα προσπαθήσω να σε καταστρέψω μόνο και
μόνο για την πίκα μου»·
- το
βάζω πίκα, βάζω πείσμα για κάτι, πεισμώνω: «το ’βαλε πίκα να περάσει απ’
τους πρώτους στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω σύντροφό μου,
όμορφό μου όμορφό μου, γιατί το ’χω βάλει πίκα πιτσιρίκα πιτσιρίκα)·
- το
’χω πίκα, βλ. φρ. το βάζω πίκα·
- τον
έχω πίκα, του έχω πείσμα, γινάτι, διάκειμαι εχθρικά εναντίον του: «δε θα
τελειώσει η δουλειά του, αν πάει στον τάδε, γιατί τον έχει πίκα».