πιθαμή
κ. σπιθαμή,
η, ουσ. [<μσν. πιθαμή <αρχ. σπιθαμή], η πιθαμή· άνθρωπος πολύ κοντός
και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «τι σου
’λεγε πάλι αυτή η πιθαμή!»·
- άνοιξ’
ένα στόμα μια πιθαμή, βλ. λ. στόμα·
- βγάζω
γλώσσα μια πιθαμή, βλ. λ. γλώσσα·
- μια
πιθαμή, α. ασήμαντο, ελάχιστο μήκος: «μετατόπισαν το δοκάρι μια
πιθαμή αριστερά, για να μην υπάρχει το παραμικρό εμπόδιο». Πολλές φορές, η φρ.
συνοδεύεται με έκταση της παλάμης, που κινείται παράλληλα προς την επιφάνεια
της γης. β. ασήμαντο, ελάχιστο ύψος: «αν μαλώσω μαζί του, θα με
κοροϊδεύει ο κόσμος, γιατί, δεν τον βλέπεις που είναι μια πιθαμή;». Πολλές
φορές, η φρ. συνοδεύεται με έκταση της παλάμης σε θέση κατακόρυφη με τη γη·
- μια
πιθαμή άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κοντός ή και
πολύ μικρός σε ηλικία και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος,
τιποτένιος: «μια πιθαμή άνθρωπος και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα! ||
μια πιθαμή άνθρωπος και θέλει να τα βάλει με κοτζάμ βιομήχανο || μιας πιθαμής
άνθρωπος κι άρχισε να έχει το νου του στα κοριτσόπουλα». Πολλές φορές, η φρ.
συνοδεύεται με έκταση της παλάμης σε θέση παράλληλη με τη γη για να δείξει το
υποτιθέμενο ύψος του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος. Συνών. μια μπουκιά
άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος / μια πήχη άνθρωπος ή μιας
πήχης άνθρωπος / μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος / μια σταλιά
άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας
φτυσιάς άνθρωπος / μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος / μια
χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος·
- μισή
πιθαμή, α. επιτείνει την έννοια της φρ. μια πιθαμή. β. επιτείνει
την έννοια της παραπάνω φρ. Συνών. μισή μερίδα (α, β, γ) / μισή μπουκιά (β)
/ μισοπιθαμή ή μισοπιθαμής / μισοριξιά ·
- μισή
πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, επιτείνει την έννοια της παραπάνω
φρ. Συνών. μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος / μισή
μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος·
- μου
βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, βλ. λ. γλώσσα·
- ούτε
πιθαμή, ούτε το παραμικρό, ούτε το ελάχιστο μήκος: «όλοι οι Έλληνες είναι
αποφασισμένοι να μην παραχωρήσουν ούτε πιθαμή της Μακεδονίας μας στους εχθρούς
της πατρίδας μας». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με έκταση της παλάμης,
θέλοντας να προσδιορίσει ελάχιστη έκταση·
- πιθαμή
προς πιθαμή, επισταμένη έρευνα, ιδίως σε ανοιχτό χώρο: «οι αστυνομικοί
ερεύνησαν το δάσος πιθαμή προς πιθαμή για την ανακάλυψη της κρυψώνας του
δραπέτη».