άπλυτα,
τα, ουσ. [πλ.
ουδ. του επιθ. άπλυτος]. 1. ρούχα βρόμικα, ιδίως εσώρουχα και πουκάμισα,
που είναι για πλύσιμο. (Λαϊκό τραγούδι: τα λερωμένα τ’ άπλυτα, τα
παραπεταμένα, μάσ’ τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα). 2.
κρυφές και επιλήψιμες πράξεις: «έννοια σου κι έχω μάθει τ’ άπλυτά σου»·
-
βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα, φέρνω
στο φως, αποκαλύπτω δημόσια τις κακές ή τις επιλήψιμες πράξεις του: «όποιος θα
κάνει βλακείες, θα βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα». (Λαϊκό τραγούδι: καλά τα
λες, Μαρίκα μου, και όλους μας πειράζεις, μα τα δικά σου τ’ άπλυτα στη φόρα
δε τα βγάζεις)·
- βγάζω
τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα·
- βγαίνουν
τ’ άπλυτά μου στη φόρα, έρχονται στο φως, αποκαλύπτονται δημόσια οι κακές ή
οι επιλήψιμες πράξεις μου: «αν καταθέσει ο τάδε μάρτυρας στη δίκη, θα βγουν όλα
τ’ άπλυτά μου στη φόρα»·
- μάζεψε
τ’ άπλυτά του κι έφυγε, έφυγε καταντροπιασμένος: «μόλις τον ξεμπρόστιασαν,
μάζεψε τ’ άπλυτά του κι έφυγε»·
- πήρε
τ’ άπλυτά του κι έφυγε, βλ. φρ. μάζεψε τ’ άπλυτά του κι έφυγε·
- της
δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, διαλύω
τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί της, τη διώχνω: «όποια θέλει να πάρει το πάνω
χέρι στο δεσμό μας, της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι»·
- του
βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, φανερώνω, αποκαλύπτω δημόσια τις κακές ή τις
επιλήψιμες πράξεις του: «μπράβο του, που είχε το θάρρος να του βγάλει τ’ άπλυτά
του στη φόρα»·
- του
βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα·
- του
δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, α. τον
διώχνω βάναυσα, προσβλητικά: «μόλις κατάλαβα πως επιδίωκε να μ’ εξαπατήσει, του
’δωσα τ’ άπλυτά του στο χέρι και του ’κλεισα κατάμουτρα την πόρτα». β.
(γενικά) διώχνω, αποπέμπω κάποιον: «μάζεψε όλους τους κοπανατζήδες που είχε στη
δουλειά του, και τους έδωσε τ’ άπλυτά τους στο χέρι».