πιαστός,
-ή, -ό, επίθ.
[<πιάνω], που έχει συλληφθεί: «ο μόνος που δεν είναι πιαστός απ’ τη συμμορία
τους είναι ο αρχηγός της»·
- γίνομαι
πιαστός, συλλαμβάνομαι: «έγινε πιαστός την ώρα που προσπαθούσε να την
κοπανήσει απ’ την πίσω πόρτα του μαγαζιού του»·
- τον
έκανα πιαστό, τον συνέλαβα: «πήγε να μου την κοπανήσει μέσα στο συνωστισμό,
αλλά τον έκανα πάλι πιαστό». (Λαϊκό τραγούδι: για είκοσι γραμμάρια που μ’
έκαναν πιαστό,μ’ ένα χρονάκι μ’ έστειλαν στην Αίγινα σκαστό).