πιασμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. πιάνω], πιασμένος. 1. που έχει πάθει παράλυση, αγκύλωση ή
μούδιασμα σε ένα μέλος του σώματός του: «δεν μπορώ να κουνηθώ, γιατί είμαι
πιασμένος». 2. που έχει κρυολογήσει: «σήμερα θα μείνω στο σπίτι μου,
γιατί είμαι πιασμένος». 3. που είναι κατειλημμένος: «αυτή η θέση είναι
πιασμένη». 4. το ουδ. ως ουσ. το πιασμένο, (για τάβλι) αντίπαλο
πούλι πάνω στο οποίο έχω τοποθετήσει ένα δικό μου και δεν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί, μέχρι να το ελευθερώσω: «τα πιο πολλά μου πούλια ήταν πιασμένα,
γι’ αυτό παράτησα το παιχνίδι»·
- είναι
πιασμένη η γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- είναι
πιασμένη η θέση, βλ. λ. θέση·
- είναι
πιασμένος, έχει χρήματα, είναι πλούσιος: «μη στενοχωριέσαι γι’ αυτόν, γιατί
είναι πιασμένος»·
- πιασμένη
πόρτα, (για τάβλι) βλ. λ. πόρτα·
- τα
’χει πιασμένα, έχει δωροδοκηθεί: «για να πει όλες αυτές τις ψευτιές στο
δικαστήριο, παναπεί πως τα ’χει πιασμένα».