πιάζ(ι), το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. piyaz], νερόβραστα φασόλια που σερβίρονται ως σαλάτα με λάδι, αλάτι, κρεμμύδι, ελιές και μαϊντανό: «η αγαπημένη σαλάτα του πατέρα μου ήταν το πιάζ». Πολλές φορές, ακούγεται και ως φρ. φασόλια πιάζ.
πιάζ(ι), το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. piyaz], νερόβραστα φασόλια που σερβίρονται ως σαλάτα με λάδι, αλάτι, κρεμμύδι, ελιές και μαϊντανό: «η αγαπημένη σαλάτα του πατέρα μου ήταν το πιάζ». Πολλές φορές, ακούγεται και ως φρ. φασόλια πιάζ.