πήχτρα,
η, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. πήζω + κατάλ. -τρα], συνήθως ως επίρρ., πολυάριθμο και
συνωστισμένο πλήθος (ανθρώπων ή αυτοκινήτων ή άλλων αντικειμένων): «ήταν τόσο
πετυχημένη η συγκέντρωση, που όλη η πλατεία ήταν πήχτρα || το ντουλάπι αυτό
είναι πήχτρα και δε χωράει ούτε ένα πουκάμισο»·
- είμαι
πήχτρα, είμαι στριμωγμένος, πιεσμένος ψυχικά από πολλά προβλήματα ή είμαι
στριμωγμένος, πιεσμένος χρονικά από την πολλή δουλειά που έχω: «δε θέλω ν’
ακούσω το πρόβλημά σου, γιατί ήδη είμαι πήχτρα απ’ τα δικά μου τα προβλήματα ||
δεν μπορώ ν’ αναλάβω άλλη δουλειά, γιατί είμαι πήχτρα»·
- είναι
πήχτρα, α. επικρατεί απόλυτο σκοτάδι: «έξω η νύχτα είναι πήχτρα». β.
(για χώρους) είναι ασφυκτικά γεμάτος: «η αίθουσα του θεάτρου είναι πήχτρα από
θεατές»·
- σκοτάδι
πήχτρα, βλ. λ. σκοτάδι.