πηδιέμαι,
ρ. [<πηδώ]. 1.
βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «έχει πέντε στόματα να θρέψει και πηδιέται όλη τη
μέρα για να μπορέσει να τα φέρει βόλτα». 2. (για γυναίκες) δέχομαι να
υποστώ τη σεξουαλική πράξη: «άρχισε να πηδιέται στα δεκαπέντε της και μέχρι
σήμερα δεν έχει μείνει ούτε μέρα χωρίς γκόμενο». 3. (για άντρες) δέχομαι
να υποστώ τη σεξουαλική πράξη, είμαι πούστης και, κατ’ επέκταση, δεν είμαι
καθώς πρέπει, δεν είμαι εντάξει: «τόσο ωραίο παλικάρι και να πηδιέται, είναι
κρίμα απ’ το Θεό! || αν δε με βοηθήσεις τώρα που βρίσκομαι σε δύσκολη θέση,
πηδιέσαι, στο λέω». 4. γ΄ πλ. αορ. πηδήχτηκαν, (για ζευγάρια)
έκαναν έρωτα: «ξάπλωσαν στο κρεβάτι και πηδήχτηκαν με την ησυχία τους»·
- δεν
πά(ει) να πηδηχτεί! βλ.
φρ. δεν πά(ει) να γαμηθεί! λ. γαμιέμαι·
- δεν
πα(ς) να πηδηχτείς! βλ. φρ. δεν πα(ς) να γαμηθείς! λ. γαμιέμαι·
- να
πα(ς) να πηδηχτείς! βλ. φρ. να πα(ς) να γαμηθείς! λ. γαμιέμαι·
- πηδιέμαι
στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.
-
πηδιέται σαν σκύλα ή
πηδιέται σαν τη σκύλα, βλ. λ. σκύλα.