πηδηματάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. πήδημα], το πηδηματάκι·
-
έφυγε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ.
φρ. την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια·
-
έφυγε με πλάγια πηδηματάκια, βλ.
φρ. την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια·
- κάν’
την μ’ ελαφρά πηδηματάκια, α. (συμβουλευτικά ή προτρεπτικά)
φύγε προσεχτικά, προσπάθησε να φύγεις χωρίς να γίνεις αντιληπτός: «κάν’ την μ’
ελαφρά πηδηματάκια, γιατί έρχεται αυτός που του πήρες δανεικά». β. λέγεται
και με ειρωνική, υποτιμητική ή και απειλητική διάθεση: «πάψε να μ’ ενοχλείς και
κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια». Στην τελευταία περίπτωση, της φρ. συνήθως
προτάσσεται το έλα πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
-
κάν’ την με πλάγια πηδηματάκια, βλ.
φρ. κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια·
- την
έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, αποχώρησε
από κάπου κρυφά, χωρίς να γίνει αντιληπτός: «μόλις είδε τον αδερφό της γκόμενάς
του να μπαίνει στο μπαρ, την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια». Πολλές φορές,
συνοδεύεται από παράλληλη κίνηση με το κορμί καμπουριασμένο να κάνει ελαφρά
ανατινάγματα στις μύτες των ποδιών·
-την έκανε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. φρ. την έκανε μ’ ελαφρά
πηδηματάκια·
-φύγε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. φρ. κάν’ την μ’ ελαφρά
πηδηματάκια·
-
φύγε με πλάγια πηδηματάκια, βλ.
φρ. κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια.