πηγή,
η, ουσ.
[<αρχ. πηγή], η πηγή. 1. ο τόπος παραγωγής, κατασκευής ή προέλευσης εμπορεύματος:
«αν αγόραζες αυτό το μπουφάν απ’ την πηγή του, θα πλήρωνες πολύ λιγότερα». 2.
(για δημοσιογράφους) ο τόπος ή το πρόσωπο από το οποίο παίρνει αποκλειστικά μια
είδηση ή πληροφορία: «αν έγινε καλός δημοσιογράφος, αυτό το χρωστάει στις πηγές
του || ένας έντιμος δημοσιογράφος δεν αποκαλύπτει ποτέ τις πηγές του». 3.
(στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο πωλητής χασισιού ή ναρκωτικών: «αν θελήσεις ποτέ
να καπνίσεις κανένα τσιγαριλίκι, έλα σε μένα, γιατί έχω την πηγή μου»·
- έφτασε
στη πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- τα
μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, α. οι μεγάλοι άντρες κατάγονται
πολλές φορές από μικρά μέρη ή ταπεινές οικογένειες: «πολλοί σπουδαίοι άντρες
της ιστορίας μας κατάγονται από ταπεινές οικογένειες, γιατί τα μεγάλα ποτάμια,
από μικρές πηγές πηγάζουν». β. τα μεγάλα έργα ξεκινούν πολλές φορές από
ασήμαντες αφορμές: «στην αρχή κάτι βοσκοί έστησαν μερικές καλύβες. και με τον
καιρό αναπτύχθηκε η περιοχή κι έγινε κωμόπολη, γιατί τα μεγάλα ποτάμια, από
μικρές πηγές πηγάζουν».