πετριά,
η, ουσ.
[<πέτρα + κατάλ. -ιά]. 1. το ρίξιμο πέτρας ή το χτύπημα με πέτρα:
«τον βρήκε μια πετριά στο κεφάλι και του τ’ άνοιξε σαν γαρίφαλο». 2.
σκληρός υπαινιγμός: «οι πετριές έδιναν κι έπαιρναν μεταξύ τους και σε λίγο θα
πιάνονταν στα χέρια για τα καλά». 3. η έμμονη ιδέα, η ψύχωση που έχει
κανείς με κάτι, η μανία, το ψώνιο: «βρε πετριά, στα καλά καθούμενα, αυτός ο
άνθρωπος, να νομίζει πως μπορεί να γίνει μεγάλος ηθοποιός!»·
- βαράει
του ήλιου πετριές, βλ. λ. ήλιος·
- έχει
την πετριά, α. έχει διανοητικό πρόβλημα, είναι λωλός, τρελός: «μην
παίρνεις τα λόγια του τοις μετρητοίς, γιατί έχει την πετριά το παιδί». Από την
εικόνα του ατόμου που δέχτηκε χτύπημα με πέτρα στο κεφάλι και του δημιούργησε
διανοητικό πρόβλημα. β. έχει κάποια έμμονη ιδέα, κάποια ψύχωση, είναι
ψώνιο με κάτι: «έχει την πετριά του μεγάλου ηθοποιού || έχει την πετριά του
μεγάλου συγγραφέα και υποστηρίζει πως τον αδικούν οι κριτικοί και γι’ αυτό δεν
έγινε ακόμη γνωστός»·
- του
πετώ πετριές, του μιλώ με προειδοποιητικούς ή σκληρούς υπαινιγμούς: «επειδή
ήξερε ποιος ήταν αυτός που τον κατηγόρησε, κάθε τόσο του πετούσε πετριές κι ο
άλλος δεν έβλεπε την ώρα να φύγει»·
- του
ρίχνω πετριές, βλ. φρ. του πετώ πετριές.